Anonymous

τείχισμα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τείχισμα:''' -ατος, τό ([[τειχίζω]]), [[τείχος]] ή [[φρούριο]], [[οχύρωμα]], σε Ευρ., Θουκ.
|lsmtext='''τείχισμα:''' -ατος, τό ([[τειχίζω]]), [[τείχος]] ή [[φρούριο]], [[οχύρωμα]], σε Ευρ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τείχισμα:''' ατος τό крепостное сооружение, укрепление Eur., Thuc.
}}
}}