3,270,341
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπατητικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[απατηλός]], αυτός που εξαπατά, [[σοφιστικός]]. | |mltxt=[[ἀπατητικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[απατηλός]], αυτός που εξαπατά, [[σοφιστικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπᾰτητικός:''' -ή, -όν ([[ἀπατάω]]), αυτός που μπορεί εύκολα να εξαπατά, ο [[δολερός]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |