Anonymous

ἀπατητικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπατητικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[απατηλός]], αυτός που εξαπατά, [[σοφιστικός]].
|mltxt=[[ἀπατητικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[απατηλός]], αυτός που εξαπατά, [[σοφιστικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰτητικός:''' -ή, -όν ([[ἀπατάω]]), αυτός που μπορεί εύκολα να εξαπατά, ο [[δολερός]], σε Ξεν.
}}
}}