Anonymous

ἀπατητικός: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰτητικός:''' -ή, -όν ([[ἀπατάω]]), αυτός που μπορεί εύκολα να εξαπατά, ο [[δολερός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπᾰτητικός:''' -ή, -όν ([[ἀπατάω]]), αυτός που μπορεί εύκολα να εξαπατά, ο [[δολερός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰτητικός:''' Xen., Plat., Arst. = [[ἀπατηλός]].
}}
}}