Anonymous

κτερίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτερίζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κτερεΐζω]].
|mltxt=[[κτερίζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κτερεΐζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κτερίζω:''' μέλ. <i>κτεριῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκτέρῐσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> = το προηγ. 1, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., [[κτέρεα]] κτ., όπως το <i>κτερεΐζω</i> 2, σε Όμηρ.
}}
}}