Anonymous

κτερίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτερίζω:''' μέλ. <i>κτεριῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκτέρῐσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> = το προηγ. 1, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., [[κτέρεα]] κτ., όπως το <i>κτερεΐζω</i> 2, σε Όμηρ.
|lsmtext='''κτερίζω:''' μέλ. <i>κτεριῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκτέρῐσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> = το προηγ. 1, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., [[κτέρεα]] κτ., όπως το <i>κτερεΐζω</i> 2, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κτερίζω:''' воздавать последние почести, совершать погребальные обряды, торжественно хоронить (τινά Hom.; τινὰ τάφῳ Soph.; τοὺς εἷς [[τάφος]] ἐκτέρισεν Anth.).
}}
}}