Anonymous

διορύσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διορύσσω]] και διορύττω) [[ορύσσω]]<br />[[σκάβω]] από τη μια [[άκρη]] ώς την [[άλλη]], [[ανοίγω]] δίοδο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποσκάπτω]], [[υπονομεύω]]<br /><b>2.</b> [[διερευνώ]], [[εξετάζω]], [[ανακαλύπτω]]<br /><b>3.</b> [[χώνω]], [[θάβω]] στη γη, [[κρύβω]].
|mltxt=(AM [[διορύσσω]] και διορύττω) [[ορύσσω]]<br />[[σκάβω]] από τη μια [[άκρη]] ώς την [[άλλη]], [[ανοίγω]] δίοδο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποσκάπτω]], [[υπονομεύω]]<br /><b>2.</b> [[διερευνώ]], [[εξετάζω]], [[ανακαλύπτω]]<br /><b>3.</b> [[χώνω]], [[θάβω]] στη γη, [[κρύβω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διορύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[σκάβω]] και [[ανοίγω]] [[χαντάκι]] διαμέσου ή κατά [[μήκος]], <i>τάφρον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τοῖχον δ. = [[τοιχωρυχέω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}