Anonymous

διορύσσω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διορύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[σκάβω]] και [[ανοίγω]] [[χαντάκι]] διαμέσου ή κατά [[μήκος]], <i>τάφρον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τοῖχον δ. = [[τοιχωρυχέω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''διορύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[σκάβω]] και [[ανοίγω]] [[χαντάκι]] διαμέσου ή κατά [[μήκος]], <i>τάφρον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τοῖχον δ. = [[τοιχωρυχέω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διορύσσω:''' атт. [[διορύττω]]<br /><b class="num">1)</b> прокапывать, прорывать (τάφρον Hom. - in tmesi; τὸν Ἄθω Lys., Isocr.; τὴν κατὰ τὴν θάλατταν χώραν Arst.; Χερρόννησον Dem.);<br /><b class="num">2)</b> вести подкоп, проламывать (τοῖχον Her., Thuc., Arph., Dem.);<br /><b class="num">3)</b> раскапывать, разрывать ([[τάφος]] διωρορυγμένος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> вскрывать (ἐπιστόλια ἀλλότρια Plut.);<br /><b class="num">5)</b> закапывать, зарывать (ἐπὶ τιμωρίᾳ διωρυγμένος Diod.);<br /><b class="num">6)</b> подкапывать, подрывать, разрушать (διορύξαι πράγματα Dem.): διωρορυγμένος δωροδοκίᾳ Plut. подкупленный;<br /><b class="num">7)</b> перен. раскапывать, разведывать (τὰ βουλευόμενα Plut.): ἐπιστόλια ἀλλότρια δ. Plut. вскрывать чужие письма.
}}
}}