Anonymous

ἐκπλήσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εκπλήττω (AM [[ἐκπλήσσω]] και ἐκπλήττω<br />Α και [[ἐκπλήγνυμι]])<br />Ι. [[προκαλώ]] [[έκπληξη]], ισχυρότατη [[εντύπωση]], θαυμασμό ή φόβο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[δειλία]] ἐκπλήττει» — [[δειλία]] καταλαμβάνει, κυριεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] και [[απωθώ]]<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] ισχυρή [[επιθυμία]]<br />II. (μτχ. παθ. παρακμ.) <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἐκπεπληγμένος</i>, -η, -ον<br />[[έκπληκτος]]<br />III. <b>επίρρ.</b> [[ἐκπεπληγμένως]]<br /><b>1.</b> με [[κατάπληξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκπεπληγμένως]] ἔχω, [[διάκειμαι]]» — τά έχω χαμένα, [[είμαι]] [[κατάπληκτος]].
|mltxt=και εκπλήττω (AM [[ἐκπλήσσω]] και ἐκπλήττω<br />Α και [[ἐκπλήγνυμι]])<br />Ι. [[προκαλώ]] [[έκπληξη]], ισχυρότατη [[εντύπωση]], θαυμασμό ή φόβο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[δειλία]] ἐκπλήττει» — [[δειλία]] καταλαμβάνει, κυριεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] και [[απωθώ]]<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] ισχυρή [[επιθυμία]]<br />II. (μτχ. παθ. παρακμ.) <b>αρχ.-μσν.</b> <i>ἐκπεπληγμένος</i>, -η, -ον<br />[[έκπληκτος]]<br />III. <b>επίρρ.</b> [[ἐκπεπληγμένως]]<br /><b>1.</b> με [[κατάπληξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐκπεπληγμένως]] ἔχω, [[διάκειμαι]]» — τά έχω χαμένα, [[είμαι]] [[κατάπληκτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] προς τα έξω, [[βγάζω]] με χτυπήματα, [[εκδιώκω]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[διώχνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, [[καταπλήσσω]], [[ξαφνιάζω]], [[σαστίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· [[συχνά]] στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. <i>ἐξεπλήγην</i>, Αττ. [[ἐξεπλάγην]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἐξεπλήχθην</i>, παρακ. <i>ἐκπέπληγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρομάζω]], εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινι</i>, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και [[διά]] τι, [[ἐπί]] τινι κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινα</i>, καταλαμβάνομαι από [[πανικό]] φοβούμενος..., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για ξαφνικό, αιφνίδιο [[πάθος]], [[χτυπιέμαι]], πλήττομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
}}