Anonymous

ἐκπλήσσω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] προς τα έξω, [[βγάζω]] με χτυπήματα, [[εκδιώκω]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[διώχνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, [[καταπλήσσω]], [[ξαφνιάζω]], [[σαστίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· [[συχνά]] στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. <i>ἐξεπλήγην</i>, Αττ. [[ἐξεπλάγην]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἐξεπλήχθην</i>, παρακ. <i>ἐκπέπληγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρομάζω]], εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινι</i>, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και [[διά]] τι, [[ἐπί]] τινι κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινα</i>, καταλαμβάνομαι από [[πανικό]] φοβούμενος..., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για ξαφνικό, αιφνίδιο [[πάθος]], [[χτυπιέμαι]], πλήττομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐκπλήσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] προς τα έξω, [[βγάζω]] με χτυπήματα, [[εκδιώκω]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[διώχνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του, [[καταπλήσσω]], [[ξαφνιάζω]], [[σαστίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· [[συχνά]] στον Παθ. αόρ. βʹ, Επικ. <i>ἐξεπλήγην</i>, Αττ. [[ἐξεπλάγην]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἐξεπλήχθην</i>, παρακ. <i>ἐκπέπληγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρομάζω]], εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινι</i>, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, σε Ηρόδ., ομοίως και [[διά]] τι, [[ἐπί]] τινι κ.λπ.· <i>ἐκπλαγῆναί τινα</i>, καταλαμβάνομαι από [[πανικό]] φοβούμενος..., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, λέγεται για ξαφνικό, αιφνίδιο [[πάθος]], [[χτυπιέμαι]], πλήττομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπλήσσω:''' атт. [[ἐκπλήττω]] (fut. ἐκπλήξω, aor. ἐξέπληξα; pass. fut. ἐκπλαγήσομαι, aor. 2 ἐξεπλήγην и [[ἐξεπλάγην]], aor. 1 ἐξεπλήχθην, pf. ἐκπέπληγμαι)<br /><b class="num">1)</b> выбивать: ὁ κεραυνὸς ἐξέπληξε αὐτὸν τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων Aesch. удар молнии прекратил его надменную похвальбу;<br /><b class="num">2)</b> отгонять, прогонять, тж. подавлять, заглушать (τὰν θεμερῶπιν αἰδῶ Aesch. - in tmesi; τὸ λυπηρόν Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> сталкивать, сбивать (τινὰ ὁδοῦ Eur.);<br /><b class="num">4)</b> силой заставлять, принуждать (τινὰ εἰς τὴν ὁμολογίαν Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> поражать, приводить в смущение, смятение или в изумление, ошеломлять (τινὰ κάλλει Aeschin.): ὅ μ᾽ ἐκπλέσσει λόγου (v. l. λέγειν) Eur. мне трудно говорить об этом; преимущ. pass. поражаться, смущаться: ἐκπεπληγμένος φόβῳ Soph. охваченный страхом или обезумевший от страха; ἐκπλαγῆναι φρένας Aesch. или ἐκπληχθῆναι ψυχήν Eur. обезуметь, быть вне себя; ἐκπεπλῆχθαι ἐπὶ τῷ κάλλει τινός Xen. быть пораженным чьей-л. красотой; ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος Her. потрясенный этим несчастьем; ἐκπλαγεὶς τὰ προκείμενα ἀγαθά Her. изумленный находящимися перед его глазами богатствами; διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντες Thuc. приведенные этим в замешательство; ἐκπεπληγμένος τῷ ἀπροσδοκήτῳ Plut. опешивший от неожиданности; ἐκπεπληγμένος κέντροις ἔρωτος Eur. сраженный стрелами любви; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἐκπληττόμενος Plat. упивающийся наслаждениями.
}}
}}