Anonymous

ζείδωρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ζείδωρος]], -ον)<br />αυτός που παρέχει ζωή, ο [[ζωοδότης]], ο [[ζωογόνος]] («[[ζείδωρος]] Ἠέλιος», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη γη), [[γόνιμος]] («[[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζειά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δώρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλουσιό</i>-<i>δωρος</i>, <i>φιλό</i>-<i>δωρος</i>. Βλ. και [[ετυμολογία]] της λ. [[ζειά]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ζείδωρος]], -ον)<br />αυτός που παρέχει ζωή, ο [[ζωοδότης]], ο [[ζωογόνος]] («[[ζείδωρος]] Ἠέλιος», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη γη), [[γόνιμος]] («[[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζειά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δώρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλουσιό</i>-<i>δωρος</i>, <i>φιλό</i>-<i>δωρος</i>. Βλ. και [[ετυμολογία]] της λ. [[ζειά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζείδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει «[[ζειά]]» δηλ. [[σιτηρά]] με την ευρεία [[έννοια]]· ως επίθ. της γης· [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]], γη που είναι παραγωγική σε [[σιτηρά]], σε Όμηρ.
}}
}}