Anonymous

ζείδωρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζείδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει «[[ζειά]]» δηλ. [[σιτηρά]] με την ευρεία [[έννοια]]· ως επίθ. της γης· [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]], γη που είναι παραγωγική σε [[σιτηρά]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ζείδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει «[[ζειά]]» δηλ. [[σιτηρά]] με την ευρεία [[έννοια]]· ως επίθ. της γης· [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]], γη που είναι παραγωγική σε [[σιτηρά]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζείδωρος:''' [[ζάω]] дарующий жизнь, жизнетворный ([[Ἀφροδίτη]] Emped. ap. Plut.).<br />[[ζειά]] дающий полбу, т. е. хлебородный ([[ἄρουρα]] Hom., Hes.; [[ὀπώρα]] Anth.).
}}
}}