Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιδήριον: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α [[σίδηρος]] / [[σίδαρος]]<br /><b>1.</b> το σιδερένιο [[τμήμα]] εργαλείου ή σκεύους<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[εργαλείο]], όργανο, [[σκεύος]] ή όπλο από σίδηρο<br /><b>3.</b> η [[μάχαιρα]] («[[σιδήριον]] εἰς κρεονομίαν», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[σίδηρος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σιδήριον]] λειθουργόν» — η [[σμίλη]] του λιθοξόου.
|mltxt=και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α [[σίδηρος]] / [[σίδαρος]]<br /><b>1.</b> το σιδερένιο [[τμήμα]] εργαλείου ή σκεύους<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[εργαλείο]], όργανο, [[σκεύος]] ή όπλο από σίδηρο<br /><b>3.</b> η [[μάχαιρα]] («[[σιδήριον]] εἰς κρεονομίαν», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[σίδηρος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σιδήριον]] λειθουργόν» — η [[σμίλη]] του λιθοξόου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐδήριον:''' τό ([[σίδηρος]]), [[σκεύος]] ή [[εργαλείο]] από σίδηρο· <i>σιδηρίων ἐπαΐειν</i>, [[αισθάνομαι]] το [[σίδερο]], δεν [[μπορώ]] να το αντέξω (να αντέξω στη [[δοκιμασία]] του), σε Ηρόδ.· <i>θερμὰ σιδήρια</i>, τα πυρακτωμένα [[κομμάτα]] σιδήρου ως όργανα βασανιστηρίων, στον ίδ.
}}
}}