Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιδήριον: Difference between revisions

From LSJ
37
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />instrument de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
|btext=ου (τό) :<br />instrument de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α [[σίδηρος]] / [[σίδαρος]]<br /><b>1.</b> το σιδερένιο [[τμήμα]] εργαλείου ή σκεύους<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[εργαλείο]], όργανο, [[σκεύος]] ή όπλο από σίδηρο<br /><b>3.</b> η [[μάχαιρα]] («[[σιδήριον]] εἰς κρεονομίαν», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[σίδηρος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[σιδήριον]] λειθουργόν» — η [[σμίλη]] του λιθοξόου.
}}
}}