Anonymous

καταβολή: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καταβολή]]) [[καταβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[κατάθεση]], [[τοποθέτηση]]<br /><b>2.</b> [[πληρωμή]], [[απόδοση]] χρηματικού ποσού<br /><b>3.</b> η [[αρχή]], το απώτατο [[χρονικό]] [[σημείο]] («ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»<br />ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδυναμία]] του οργανισμού και γενική [[εξάντληση]] που μπορεί να προέλθει από διάφορα νοσήματα<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> ο [[φυσικός]] [[τρόπος]] με τον οποίο ικανοποιείται ο [[δανειστής]] λαμβάνοντας αυτό που του χρωστά ο [[οφειλέτης]]<br /><b>3.</b> στοιχεία και χαρακτηριστικοί τρόποι που μεταβιβάζονται κληρονομικά («έχει καλές καταβολές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να καταβάλεις κάποιον, να τον ρίξεις [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σπορά]]<br /><b>2.</b> [[θεμελίωση]], [[ίδρυση]]<br /><b>3.</b> [[οικοδομή]], [[οικοδόμημα]]<br /><b>4.</b> το εξωτερικό [[περιτύλιγμα]] σε επίδεσμο<br /><b>5.</b> [[πληρωμή]] ή [[εξόφληση]] με δόσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα<br /><b>6.</b> [[κατηγορία]], [[συκοφαντία]]<br /><b>7.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θυσία]], [[τελετή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) <b>αστρολ.</b> «καταβολὴ τῆς περιόδου» — [[τακτική]] [[περίοδος]]<br />β) «καταβολὴ σπερμάτων» — η [[ρεύση]] του ανδρικού σπέρματος, [[εκσπερμάτωση]]<br />γ) «καταβολὴ τῆς ἀσθενείας» ή «τοῡ πυρετοῡ» — περιοδική [[έξαρση]], [[παροξυσμός]]<br />δ) «καταβολὴ ὀφθαλμῶν» — [[καταρράκτης]] τών ματιών<br />ε) «καταβολὴ θεοῡ» — [[θεία]] [[έμπνευση]]<br />στ) «ἐκ καταβολῆς»<br />i) εκ θεμελίων<br />ii) εκ νέου, [[πάλι]].
|mltxt=η (AM [[καταβολή]]) [[καταβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[κατάθεση]], [[τοποθέτηση]]<br /><b>2.</b> [[πληρωμή]], [[απόδοση]] χρηματικού ποσού<br /><b>3.</b> η [[αρχή]], το απώτατο [[χρονικό]] [[σημείο]] («ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»<br />ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδυναμία]] του οργανισμού και γενική [[εξάντληση]] που μπορεί να προέλθει από διάφορα νοσήματα<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> ο [[φυσικός]] [[τρόπος]] με τον οποίο ικανοποιείται ο [[δανειστής]] λαμβάνοντας αυτό που του χρωστά ο [[οφειλέτης]]<br /><b>3.</b> στοιχεία και χαρακτηριστικοί τρόποι που μεταβιβάζονται κληρονομικά («έχει καλές καταβολές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να καταβάλεις κάποιον, να τον ρίξεις [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σπορά]]<br /><b>2.</b> [[θεμελίωση]], [[ίδρυση]]<br /><b>3.</b> [[οικοδομή]], [[οικοδόμημα]]<br /><b>4.</b> το εξωτερικό [[περιτύλιγμα]] σε επίδεσμο<br /><b>5.</b> [[πληρωμή]] ή [[εξόφληση]] με δόσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα<br /><b>6.</b> [[κατηγορία]], [[συκοφαντία]]<br /><b>7.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θυσία]], [[τελετή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) <b>αστρολ.</b> «καταβολὴ τῆς περιόδου» — [[τακτική]] [[περίοδος]]<br />β) «καταβολὴ σπερμάτων» — η [[ρεύση]] του ανδρικού σπέρματος, [[εκσπερμάτωση]]<br />γ) «καταβολὴ τῆς ἀσθενείας» ή «τοῡ πυρετοῡ» — περιοδική [[έξαρση]], [[παροξυσμός]]<br />δ) «καταβολὴ ὀφθαλμῶν» — [[καταρράκτης]] τών ματιών<br />ε) «καταβολὴ θεοῡ» — [[θεία]] [[έμπνευση]]<br />στ) «ἐκ καταβολῆς»<br />i) εκ θεμελίων<br />ii) εκ νέου, [[πάλι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβολή:''' ἡ ([[καταβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ρίψη]] ή [[κατάθεση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[θεμέλιο]], [[βάση]], [[αρχή]], σε Πίνδ., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρωμή]], [[καταβολή]], [[εξόφληση]] με δόσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> περιοδική [[προσβολή]] από [[ασθένεια]], [[παροξυσμός]], [[σπασμός]], [[κρίση]], [[έξαψη]], σε Πλάτ.
}}
}}