Anonymous

καταβολή: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβολή:''' ἡ ([[καταβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ρίψη]] ή [[κατάθεση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[θεμέλιο]], [[βάση]], [[αρχή]], σε Πίνδ., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρωμή]], [[καταβολή]], [[εξόφληση]] με δόσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> περιοδική [[προσβολή]] από [[ασθένεια]], [[παροξυσμός]], [[σπασμός]], [[κρίση]], [[έξαψη]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''καταβολή:''' ἡ ([[καταβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ρίψη]] ή [[κατάθεση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[θεμέλιο]], [[βάση]], [[αρχή]], σε Πίνδ., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρωμή]], [[καταβολή]], [[εξόφληση]] με δόσεις, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> περιοδική [[προσβολή]] από [[ασθένεια]], [[παροξυσμός]], [[σπασμός]], [[κρίση]], [[έξαψη]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβολή:''' ἡ<b class="num">1)</b> соз(и)дание, сотворение (ἀνθρώπων Plut.; ἀπὸ καταβολῆς κόσμου NT);<br /><b class="num">2)</b> основание, основа (καταβολὴν ποιεῖσθαί τινος Polyb.): ἐκ καταβολῆς Polyb., Diod. с самого основания, начиная с основ; κ. σπέρματος NT зачатие;<br /><b class="num">3)</b> мед. приступ, припадок, пароксизм (πυρετοῦ Dem.): ἡ κ. τῆς ἀσθενείας Plat. крайнее ослабление;<br /><b class="num">4)</b> мед. катаракта Plut.;<br /><b class="num">5)</b> уплата, платеж (τῶν τελῶν Dem.; τῶν προσόδων Arst.);<br /><b class="num">6)</b> уплачиваемая сумма, взнос (τὰς καταβολὰς καταβάλλειν Dem.).
}}
}}