Anonymous

σκέψις: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> perception par la vue;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> examen, réflexion.<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> perception par la vue;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> examen, réflexion.<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκέψις:''' -εως, ἡ ([[σκέπτομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[παρατήρηση]], [[αντίληψη]] μέσω των αισθήσεων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[υπόθεση]], [[θεωρία]], [[ζήτημα]], [[υπολογισμός]], [[έρευνα]], στον ίδ.· <i>νέμειν σκέψιν</i>, [[σκέφτομαι]] για ένα [[ζήτημα]], [[στοχάζομαι]], [[συλλογίζομαι]], σε Ευρ.· <i>ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν</i>, σε Αριστοφ.· [[σκέψις]] [[περί]] τινος ή <i>τι</i>, η [[έρευνα]] για [[κάτι]], η [[μελέτη]] για ένα [[ζήτημα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δισταγμός]], ενδιασμός, [[αμφιβολία]], αναφέρεται στους Σκεπτικούς φιλοσόφους (βλ. [[σκεπτικός]]), σε Ανθ.
}}
}}