Anonymous

συγκαθίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[καθίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(διαλ.)</b> [[χορεύω]] υψώνοντας το ένα ή και τα δύο χέρια και συγχρόνως κροταλώντας τον αντίχειρα με το μεσαίο [[δάκτυλο]] και λυγίζοντας και τα δύο πόδια [[κατά]] τον ρυθμό της μουσικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθήσει [[κοντά]] σε άλλον ή άλλους<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε άλλον ή άλλους<br />β) (για ζώο) [[κάθομαι]] λυγίζοντας τα [[πίσω]] πόδια μου («ὁ δ' [[ἐλέφας]]... συγκαθίζει καὶ κάμπτει τὰ σκέλη», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) [[χαμηλώνω]], [[γονατίζω]], [[σκύβω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαθίζομαι</i><br />[[συνεδριάζω]] («[[ἐπεὶ]] δὲ συνεκαθίζετο τὸ [[δικαστήριον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σῶμα]] συγκεκαθικός» — κυρτωμένο [[σώμα]].
|mltxt=ΝΑ [[καθίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(διαλ.)</b> [[χορεύω]] υψώνοντας το ένα ή και τα δύο χέρια και συγχρόνως κροταλώντας τον αντίχειρα με το μεσαίο [[δάκτυλο]] και λυγίζοντας και τα δύο πόδια [[κατά]] τον ρυθμό της μουσικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθήσει [[κοντά]] σε άλλον ή άλλους<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε άλλον ή άλλους<br />β) (για ζώο) [[κάθομαι]] λυγίζοντας τα [[πίσω]] πόδια μου («ὁ δ' [[ἐλέφας]]... συγκαθίζει καὶ κάμπτει τὰ σκέλη», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) [[χαμηλώνω]], [[γονατίζω]], [[σκύβω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαθίζομαι</i><br />[[συνεδριάζω]] («[[ἐπεὶ]] δὲ συνεκαθίζετο τὸ [[δικαστήριον]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σῶμα]] συγκεκαθικός» — κυρτωμένο [[σώμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαθίζω:''' μέλ. <i>-ιζήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει μαζί με κάποιον [[άλλο]] — Μέσ. ή Παθ., [[κάθομαι]] σε [[συνέλευση]], [[συνέρχομαι]], [[συνεδριάζω]], [[συσκέπτομαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. = Μέσ., [[κάθομαι]] μαζί με κάποιον, σε Λουκ.
}}
}}