Anonymous

συγκαθίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαθίζω:''' μέλ. <i>-ιζήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει μαζί με κάποιον [[άλλο]] — Μέσ. ή Παθ., [[κάθομαι]] σε [[συνέλευση]], [[συνέρχομαι]], [[συνεδριάζω]], [[συσκέπτομαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. = Μέσ., [[κάθομαι]] μαζί με κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''συγκαθίζω:''' μέλ. <i>-ιζήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει μαζί με κάποιον [[άλλο]] — Μέσ. ή Παθ., [[κάθομαι]] σε [[συνέλευση]], [[συνέρχομαι]], [[συνεδριάζω]], [[συσκέπτομαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. = Μέσ., [[κάθομαι]] μαζί με κάποιον, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαθίζω:''' (fut. συγκαθιζήσω, aor. συνεκάθισα, pf. συγκεκάθικα; преимущ. med.-pass.)<br /><b class="num">1)</b> сидеть рядом ([[παρά]] τινι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> заседать ([[ἐπεὶ]] δὲ ξυνεκαθίζετο τὸ [[δικαστήριον]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> усаживаться, садиться, приседать Plut., NT: σ. καὶ κάμπτειν τὰ σκέλη Arst. (о животных) садиться, подгибая ноги; τὸ [[σῶμα]] συγκεκαθικός Arst. осевшее тело, т. е. ленивая (вялая) поза;<br /><b class="num">4)</b> сажать, помещать (τινὰ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις NT).
}}
}}