3,274,216
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ορος, ο, ΝΑ<br />[[ομηρικός]] [[ήρωας]], [[γνωστός]] για τη βροντερή [[φωνή]] του, την οποία έλαβε ως [[χάρισμα]] από την Ήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> <i>στέντωρ</i><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μεγαλόσωμων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης ετεροτρίχια που αφθονούν στο [[πλαγκτόν]] τών λιμνών και τών ποταμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στένω]] «[[στενάζω]], [[βογγώ]], [[γογγύζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σημάν</i>-<i>τωρ</i>). Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. [[είναι]] αντιδάνεια λ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>stentor</i>)]. | |mltxt=-ορος, ο, ΝΑ<br />[[ομηρικός]] [[ήρωας]], [[γνωστός]] για τη βροντερή [[φωνή]] του, την οποία έλαβε ως [[χάρισμα]] από την Ήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> <i>στέντωρ</i><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μεγαλόσωμων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης ετεροτρίχια που αφθονούν στο [[πλαγκτόν]] τών λιμνών και τών ποταμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στένω]] «[[στενάζω]], [[βογγώ]], [[γογγύζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σημάν</i>-<i>τωρ</i>). Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. [[είναι]] αντιδάνεια λ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>stentor</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Στέντωρ:''' -ορος, ὁ, Στέντωρας, [[ένας]] από τους Έλληνες στην [[Τροία]], [[περίφημος]] για τη δυνατή, βροντερή [[φωνή]] του (όση [[πενήντα]] άντρες μαζί), σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ., [[Στεντόρειος]], <i>-ον</i>, [[στεντόρειος]], αυτός που έχει βροντερή και δυνατή [[φωνή]] όπως του Στέντορα, σε Αριστ. | |||
}} | }} |