3,276,901
edits
(43) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>2.</b> (για [[θήραμα]]) [[πηδώ]] [[ξαφνικά]] [[μπροστά]] σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται [[λαγώς]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης [[ὑπανίσταμαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> αποσύρομαι<br /><b>5.</b> (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑπανεστώς</i><br />(για [[έδαφος]]) αυτός που υψώνεται λίγο [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] πεδιάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «[[εκπηδώ]], εκτινάσσομαι»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>2.</b> (για [[θήραμα]]) [[πηδώ]] [[ξαφνικά]] [[μπροστά]] σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται [[λαγώς]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης [[ὑπανίσταμαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> αποσύρομαι<br /><b>5.</b> (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑπανεστώς</i><br />(για [[έδαφος]]) αυτός που υψώνεται λίγο [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] πεδιάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «[[εκπηδώ]], εκτινάσσομαι»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,<br /><b class="num">1.</b> σηκώνομαι, σηκώνομαι όρθιος, σε Θέογν.· λέγεται για [[θήραμα]], εμφανίζομαι απροσδόκητα, [[ξεπροβάλλω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ὑπανίσταμαι]] τῆς ἕδρης, σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να την παραχωρήσω ή ως [[ένδειξη]] σεβασμού σε κάποιον, Λατ. assurgere alicui, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |