Anonymous

ὑπανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,<br /><b class="num">1.</b> σηκώνομαι, σηκώνομαι όρθιος, σε Θέογν.· λέγεται για [[θήραμα]], εμφανίζομαι απροσδόκητα, [[ξεπροβάλλω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ὑπανίσταμαι]] τῆς ἕδρης, σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να την παραχωρήσω ή ως [[ένδειξη]] σεβασμού σε κάποιον, Λατ. assurgere alicui, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὑπανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,<br /><b class="num">1.</b> σηκώνομαι, σηκώνομαι όρθιος, σε Θέογν.· λέγεται για [[θήραμα]], εμφανίζομαι απροσδόκητα, [[ξεπροβάλλω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ὑπανίσταμαι]] τῆς ἕδρης, σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να την παραχωρήσω ή ως [[ένδειξη]] σεβασμού σε κάποιον, Λατ. assurgere alicui, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπᾰνίστᾰμαι:''' (aor. ὑπανέστην) приподниматься, вставать: ὑ. τινι ἐξ ἕδρης Her., τῆς ἕδρας и ἀπὸ τῶν θάκων Xen. (почтительно) вставать перед кем-л. со стула.
}}
}}