Anonymous

παρατυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[παρευρίσκομαι]] τυχαία, συμβαίνει να [[είμαι]] [[παρών]] («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. αορ. β') <i>παρατυχών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i><br />όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε [[πρώτος]], ο [[τυχαίος]], ο [[πρώτος]] [[τυχών]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐκ τοῡ παρατυχόντος» — όπως έτυχε, όπως όπως, τυχαία, [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] («παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]], [[περιπίπτω]] σε [[κάτι]] («τὸν πλείστοις κινδύνοις παρατετευχότα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ή αορ. ως ουσ.) <i>τὸ παρατυγπαρατυγχάνω χάνον</i> ή <i>παρατυχόν</i><br />οι [[εκάστοτε]] περιστάσεις («ποιεῑν δὲ τὸ παρατυγχάνον ἀεὶ αὐτῷ δεῑ» — [[πρέπει]] να κάνει [[καθετί]] που οι [[εκάστοτε]] περιστάσεις απαιτούν, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. αορ. απολύτως) <i>παρατυχόν</i><br />ενώ [[είναι]] ή ήταν στην [[εξουσία]] μου να..., [[αφού]] [[μπορώ]] ή μπορούσα να... («νομίζοντες ἐν καλῷ παρατυχὸν σφίσι ξυμβαλεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πρὸς τὸ παρατυγχάνον» — [[κατά]] τις απαιτήσεις τών περιστάσεων («τὰ πολλὰ τεχνᾱται πρὸς τὸ παρατυγχάνον», <b>Θουκ.</b>)<br />β) «ἐν τῷ παρατυγχανόντι» — [[κατά]] τις περιστάσεις («ἐν τῷ παρατυγχανόντι ἀμυνεῑν τῷ δεομένῳ καὶ μὴ πολεμήσειν τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) «ἀποκρίνομαι ἐκ τοῡ παρατυχόντος» — [[απαντώ]] «εκ του προχείρου», όπως τύχει (<b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[παρευρίσκομαι]] τυχαία, συμβαίνει να [[είμαι]] [[παρών]] («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. αορ. β') <i>παρατυχών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i><br />όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε [[πρώτος]], ο [[τυχαίος]], ο [[πρώτος]] [[τυχών]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐκ τοῡ παρατυχόντος» — όπως έτυχε, όπως όπως, τυχαία, [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] («παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιέρχομαι]], [[περιπίπτω]] σε [[κάτι]] («τὸν πλείστοις κινδύνοις παρατετευχότα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ή αορ. ως ουσ.) <i>τὸ παρατυγπαρατυγχάνω χάνον</i> ή <i>παρατυχόν</i><br />οι [[εκάστοτε]] περιστάσεις («ποιεῑν δὲ τὸ παρατυγχάνον ἀεὶ αὐτῷ δεῑ» — [[πρέπει]] να κάνει [[καθετί]] που οι [[εκάστοτε]] περιστάσεις απαιτούν, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. αορ. απολύτως) <i>παρατυχόν</i><br />ενώ [[είναι]] ή ήταν στην [[εξουσία]] μου να..., [[αφού]] [[μπορώ]] ή μπορούσα να... («νομίζοντες ἐν καλῷ παρατυχὸν σφίσι ξυμβαλεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πρὸς τὸ παρατυγχάνον» — [[κατά]] τις απαιτήσεις τών περιστάσεων («τὰ πολλὰ τεχνᾱται πρὸς τὸ παρατυγχάνον», <b>Θουκ.</b>)<br />β) «ἐν τῷ παρατυγχανόντι» — [[κατά]] τις περιστάσεις («ἐν τῷ παρατυγχανόντι ἀμυνεῑν τῷ δεομένῳ καὶ μὴ πολεμήσειν τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) «ἀποκρίνομαι ἐκ τοῡ παρατυχόντος» — [[απαντώ]] «εκ του προχείρου», όπως τύχει (<b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρατυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>παρέτυχον</i><br /><b class="num">1.</b> τυχαίνει να είμαι κοντά, βρίσκομαι [[ανάμεσα]] σε άλλους, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατυγχάνω]] τῷ λόγῳ τῷ πάθεϊ, είμαι [[παρών]] σε..., Λατ. interesse, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., τυχαίνει να είμαι [[παρών]], στον ίδ.· λέγεται για ένα [[πράγμα]], [[προσφέρω]] αυτό το ίδιο, <i>παρατυχούσης τινός σωτηρίας</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνά]] στη μτχ. <i>παρατυχών</i>, όποιος έτυχε να είναι δίπλα, δηλ. ο [[πρώτος]] [[τυχών]], [[κάθε]] [[τυχαίος]] [[άνθρωπος]], σε Θουκ.· ομοίως, <i>τὸ παρατυγχάνον</i> ή <i>παρατυχόν</i>, οτιδήποτε εμφανίζεται ή τυχαίνει, <i>πρὸς τὸ παρατυγχάνον</i>, [[καθώς]] οι συνθήκες το απαιτούν, στον ίδ.· ονομ. απόλ., <i>ἐν τῷ παρατυχόντι</i>, στον ίδ.· <i>παρατυχόν</i>, ενώ ήταν στην [[εξουσία]] μου, [[αφού]] ήταν στο [[χέρι]] μου να το κάνω, με απαρ., σε Θουκ.
}}
}}