Anonymous

παρατυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρατυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>παρέτυχον</i><br /><b class="num">1.</b> τυχαίνει να είμαι κοντά, βρίσκομαι [[ανάμεσα]] σε άλλους, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατυγχάνω]] τῷ λόγῳ τῷ πάθεϊ, είμαι [[παρών]] σε..., Λατ. interesse, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., τυχαίνει να είμαι [[παρών]], στον ίδ.· λέγεται για ένα [[πράγμα]], [[προσφέρω]] αυτό το ίδιο, <i>παρατυχούσης τινός σωτηρίας</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνά]] στη μτχ. <i>παρατυχών</i>, όποιος έτυχε να είναι δίπλα, δηλ. ο [[πρώτος]] [[τυχών]], [[κάθε]] [[τυχαίος]] [[άνθρωπος]], σε Θουκ.· ομοίως, <i>τὸ παρατυγχάνον</i> ή <i>παρατυχόν</i>, οτιδήποτε εμφανίζεται ή τυχαίνει, <i>πρὸς τὸ παρατυγχάνον</i>, [[καθώς]] οι συνθήκες το απαιτούν, στον ίδ.· ονομ. απόλ., <i>ἐν τῷ παρατυχόντι</i>, στον ίδ.· <i>παρατυχόν</i>, ενώ ήταν στην [[εξουσία]] μου, [[αφού]] ήταν στο [[χέρι]] μου να το κάνω, με απαρ., σε Θουκ.
|lsmtext='''παρατυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>παρέτυχον</i><br /><b class="num">1.</b> τυχαίνει να είμαι κοντά, βρίσκομαι [[ανάμεσα]] σε άλλους, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατυγχάνω]] τῷ λόγῳ τῷ πάθεϊ, είμαι [[παρών]] σε..., Λατ. interesse, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., τυχαίνει να είμαι [[παρών]], στον ίδ.· λέγεται για ένα [[πράγμα]], [[προσφέρω]] αυτό το ίδιο, <i>παρατυχούσης τινός σωτηρίας</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνά]] στη μτχ. <i>παρατυχών</i>, όποιος έτυχε να είναι δίπλα, δηλ. ο [[πρώτος]] [[τυχών]], [[κάθε]] [[τυχαίος]] [[άνθρωπος]], σε Θουκ.· ομοίως, <i>τὸ παρατυγχάνον</i> ή <i>παρατυχόν</i>, οτιδήποτε εμφανίζεται ή τυχαίνει, <i>πρὸς τὸ παρατυγχάνον</i>, [[καθώς]] οι συνθήκες το απαιτούν, στον ίδ.· ονομ. απόλ., <i>ἐν τῷ παρατυχόντι</i>, στον ίδ.· <i>παρατυχόν</i>, ενώ ήταν στην [[εξουσία]] μου, [[αφού]] ήταν στο [[χέρι]] μου να το κάνω, με απαρ., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρατυγχάνω:''' (fut. [[παρατεύξομαι]], aor. παρέτῠχον) случайно оказываться, попадать(ся), присутствовать (τινί Hom.; τῇ μάχῃ Polyb.): ἐν τοῖς λόγοις π. Plat. случайно присутствовать при беседе; λαβόντες ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν [[ὅπλον]] Plat. схватив какое кому попалось оружие; ὁ [[παρατυχών]] Thuc., Xen. и ὁ παρατυγχάνων NT первый попавшийся, первый встречный; πρὸς τὸ παρατυγχάνον Thuc. в зависимости от обстоятельств; ἐν τῷ παρατυχόντι Thuc., и ἐκ τοῦ παρατυχόντος Plat. смотря по (сообразно) обстоятельствам; παρατυχὸν ποιεῖν τι Thuc. поскольку представился случай сделать что-л.
}}
}}