Anonymous

νησιωτικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό και νησιώτικος, -η, -ο (Α [[νησιωτικός]], -ή, -όν) [[νησιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[νησί]] ή σε νησιώτη ή που προέρχεται από [[νησί]] («νησιώτικο [[κρασί]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από νησιά ή έχει [[πολλά]] νησιά (α. «νησιωτική [[χώρα]]» β. «τὰ δὲ νησιωτικά έθνεα τὰ ἐκ τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης ἑπόμενα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «νησιωτικό [[τόξο]]»<br />(γεωλ.-ωκεαν.) [[τοξοειδής]] [[αλυσίδα]] ωκεάνιων νησιών που παρουσιάζουν έντονη ηφαιστειακή και σεισμική [[δραστηριότητα]] και συνδέονται με ορογενετικές διεργασίες, όπως [[είναι]] λ.χ. οι Νέες Εβρίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νησιωτικόν</i><br />[[τοποθεσία]] στην οποία βρίσκεται ένα [[νησί]], νησιωτική [[θέση]].
|mltxt=-ή, -ό και νησιώτικος, -η, -ο (Α [[νησιωτικός]], -ή, -όν) [[νησιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[νησί]] ή σε νησιώτη ή που προέρχεται από [[νησί]] («νησιώτικο [[κρασί]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από νησιά ή έχει [[πολλά]] νησιά (α. «νησιωτική [[χώρα]]» β. «τὰ δὲ νησιωτικά έθνεα τὰ ἐκ τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης ἑπόμενα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «νησιωτικό [[τόξο]]»<br />(γεωλ.-ωκεαν.) [[τοξοειδής]] [[αλυσίδα]] ωκεάνιων νησιών που παρουσιάζουν έντονη ηφαιστειακή και σεισμική [[δραστηριότητα]] και συνδέονται με ορογενετικές διεργασίες, όπως [[είναι]] λ.χ. οι Νέες Εβρίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νησιωτικόν</i><br />[[τοποθεσία]] στην οποία βρίσκεται ένα [[νησί]], νησιωτική [[θέση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νησιωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[νησί]], νησιώτικος, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[ὄνομα]] νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον, της έχει δοθεί το νησιωτικό όνομα Σαλαμίνα, σε Ευρ.· <i>τὸ νησιωτικόν</i>, νησιωτική [[θέση]], σε Θουκ.
}}
}}