3,277,119
edits
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />d’insulaire <i>ou</i> d’île.<br />'''Étymologie:''' [[νησιώτης]]. | |btext=ή, όν :<br />d’insulaire <i>ou</i> d’île.<br />'''Étymologie:''' [[νησιώτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό και νησιώτικος, -η, -ο (Α [[νησιωτικός]], -ή, -όν) [[νησιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[νησί]] ή σε νησιώτη ή που προέρχεται από [[νησί]] («νησιώτικο [[κρασί]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από νησιά ή έχει [[πολλά]] νησιά (α. «νησιωτική [[χώρα]]» β. «τὰ δὲ νησιωτικά έθνεα τὰ ἐκ τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης ἑπόμενα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «νησιωτικό [[τόξο]]»<br />(γεωλ.-ωκεαν.) [[τοξοειδής]] [[αλυσίδα]] ωκεάνιων νησιών που παρουσιάζουν έντονη ηφαιστειακή και σεισμική [[δραστηριότητα]] και συνδέονται με ορογενετικές διεργασίες, όπως [[είναι]] λ.χ. οι Νέες Εβρίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νησιωτικόν</i><br />[[τοποθεσία]] στην οποία βρίσκεται ένα [[νησί]], νησιωτική [[θέση]]. | |||
}} | }} |