Anonymous

αὐθέντης: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[αφέντης]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[αφέντης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐθέντης:''' -ου, ὁ, συνηρ. του [[αὐτοέντης]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που κάνει οτιδήποτε με το [[χέρι]] του, [[αυτουργός]], [[πραγματικός]] [[δολοφόνος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, [[κάποιος]] από την [[οικογένεια]] του δολοφόνου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αὐθέντης]] [[φόνος]], <i>αὐθένται θάνατοι</i>, [[φόνος]] που εκτελέστηκε από κάποιον της ίδιας της οικογένειας, σε Αισχύλ. (το συνθετικό <i>-έντης</i> έχει αμφίβ. προέλ.).
}}
}}