Anonymous

περιοράω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περιόψομαι, <i>ao.2</i> [[περιεῖδον]], <i>pf.</i> περιεόρακα;<br /><i>Pass. ao.</i> περιώφθην, <i>pf.</i> περιῶμμαι;<br /><b>1</b> voir <i>ou</i> regarder autour ; observer, considérer, acc. ; περιορᾶν τὸ μέλλον THC regarder l’avenir, attendre les événements;<br /><b>2</b> regarder d’un œil distrait, avec indifférence <i>ou</i> dédain, acc., <i>rar. gén.</i> ; avec un inf., tolérer, permettre : περιορᾶν παριέναι HDT laisser s’approcher;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιοράομαι-ῶμαι;<br /><b>1</b> regarder avec soin autour de soi, veiller, observer : ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] [[ἔσται]] THC auquel des deux partis restera la victoire;<br /><b>2</b> regarder autour de soi avec inquiétude, être inquiet au sujet de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁράω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περιόψομαι, <i>ao.2</i> [[περιεῖδον]], <i>pf.</i> περιεόρακα;<br /><i>Pass. ao.</i> περιώφθην, <i>pf.</i> περιῶμμαι;<br /><b>1</b> voir <i>ou</i> regarder autour ; observer, considérer, acc. ; περιορᾶν τὸ μέλλον THC regarder l’avenir, attendre les événements;<br /><b>2</b> regarder d’un œil distrait, avec indifférence <i>ou</i> dédain, acc., <i>rar. gén.</i> ; avec un inf., tolérer, permettre : περιορᾶν παριέναι HDT laisser s’approcher;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιοράομαι-ῶμαι;<br /><b>1</b> regarder avec soin autour de soi, veiller, observer : ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] [[ἔσται]] THC auquel des deux partis restera la victoire;<br /><b>2</b> regarder autour de soi avec inquiétude, être inquiet au sujet de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁράω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιοράω:''' παρατ. <i>περιεώρων</i>, Ιων. παρακ. <i>περιεόρᾱκα</i>· μέλ. <i>-όψομαι</i>, Παθ. παρακ. <i>-ῶμμαι</i>, αόρ. αʹ Παθ. <i>-ώφθην</i>, αόρ. βʹ [[περιεῖδον]]· αντί παρακ. [[περίοιδα]], βλ. αυτ.· [[επιθεωρώ]], [[παραβλέπω]], δηλ. [[επιτρέπω]], [[ανέχομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυρίως]] με μτχ., <i>ἢν τούτους περιίδῃς διαρπάσαντας</i>, εάν ανεχτείς, εάν επιτρέψεις σε αυτούς να αρπάξουν..., σε Ηρόδ.· μὴ [[περιιδεῖν]] τὴν ἡγεμονίην [[αὖτις]] ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, στον ίδ. κ.λπ.· [[ταῦτα]] [[περιιδεῖν]] γιγνόμενα, σε Δημ.· [[αλλά]], εἰ [[ὑμᾶς]] τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, αν παραβλέψουμε την αντίθεσή σας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., <i>περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν</i>, ανεχτήκαμε να εισχωρήσουν αυτοί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με [[παράλειψη]] του απαρ., <i>οὐκ ἄν με περιεῖδες</i> (<i>ποιέειν</i>), στον ίδ.· [[περιοράω]] τὴν ὕβριν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[περιμένω]], τὸ [[μέλλον]] [[περιιδεῖν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Μέσ., [[εξετάζω]] [[πριν]] να πράξω [[κάτι]], [[παρατηρώ]] την [[πορεία]] των πραγμάτων, [[αγρυπνώ]] και [[περιμένω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[βλέπω]] [[τριγύρω]] με [[προσοχή]], [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]], στον ίδ.
}}
}}