Anonymous

περιοράω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιοράω''': παρατ. περιεώρων, Ἰωνικ. περιώρεον· πρκμ. περιεόρᾱκα· - ἀκολούθως ἐκ τῆς √ΟΠ-, μέλλ. περιόψομαι, παθ. πρκμ. περιῶμμαι, παθ. ἀόρ. περιώφθην· ἐκ δὲ τῆς √ΙΔ- (δηλ. ϜΙΔ·) σχηματίζεται ὁ ἀόρ. β΄ [[περιεῖδον]]· περὶ τοῦ πρκμ. [[περίοιδα]], ἰδὲ τὴν λ. [[βλέπω]] ὁλόγυρα, Λατ. circumspicer Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 8, πρβλ. 5. ΙΙ. [[παραβλέπω]], δηλ. [[βλέπω]] καὶ δὲν παρατηρῶ, [[ἐπιτρέπω]], ἀνέχομαι. 1) τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] μετοχ., οὐ [[περιεῖδον]] αὐτὸν ἀναρπασθέντα, δὲν παρέβλεψαν αὐτὸν ἀναρπαζόμενον, δηλ. δὲν ἐπέτρεψαν νὰ ἀναρπασθῇ, Ἡρόδ. 1. 89· μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην [[αὖτις]] ἐς Μήδους περιελθοῦσαν ὁ αὐτ. 3. 65, πρβλ. 2. 110., 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1705, Ἀριστοφ. Ἀχ. 167, Βάτρ. 509, Ἀντιφῶν 112. 15, Θουκ. 1. 24· [[ταῦτα]] περιιδεῖν γιγνόμενα Δημ. 246, 8, πρβλ. 552. 7· ([[διάφορος]] ἡ μετ’ ἐνάρθρου μετοχῆς [[χρῆσις]]: εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, ἂν παρίδωμεν τὴν ἐναντίωσιν ὑμῶν, Θουκ. 4. 87)· - σπανίως ἡ μετοχὴ παραλείπεται, οὐ μή με περιόψεται ἄνιππον [[[ὄντα]]] Ἀριστοφ. Νεφ. 124. 2) μετ’ ἀπαρ., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν Ἡρόδ. 1. 191· τοὺς προπόλους .. οὐ περιορᾶν παριέναι ὁ αὐτ. 2. 64, πρβλ. 1. 24. 191, Θουκ. 1. 35. κτλ.· - παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., οὐκ ἄν με περιεῖδες [ποιέειν] Ἡρόδ. 3. 155· ὁ πυλουρὸς καὶ ὁ [[ἀγγελιηφόρος]] οὐ περιώρεον [αὐτὸν ἐσιέναι] ὁ αὐτ. 3 118, πρβλ. Θουκ. 1. 39, κτλ. περιιδεῖν τινα ἐπί τινι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 47· ἐάν τε δοῦλον ἐάν τ’ οὖν καὶ ἐλεύθερον περιορᾷ Πλάτ. Νόμ. 934D· π. τὴν ὕβριν τινὸς Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 9· - σπανίως [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ [[ὑπεροράω]] ΙΙ. 2, 6, π. τῶν ἄλλων Πλούτ. 2. 764C. III. [[περιμένω]] τι, τὸ μέλλον περιιδεῖν Θουκ. 4. 71· π. εἴ τινες βοηθήσουσι Ἰσοκρ. 194D. IV. Μέσ., [[περιβλέπω]] πρὶν πράξω τι, [[ἀγρύπνως]] παρατηρῶ τὴν πορείαν τῶν πραγμάτων, ἀγρυπνῶ καὶ [[περιμένω]], Θουκ. 5, 31., 6. 93, 103., 7. 33· π. ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] ἔσται ὁ αὐτ. 4. 73. 2) [[μετὰ]] γεν., [[βλέπω]] ὁλόγυρα [[πρός]] τι, [[ἀγρύπνως]] παρατηρῶ, παραφυλάττω, τῆς Μένδης περιορώμενοι ὁ αὐτ. 4. 124 3) ἀμελῶ, ἀπέχομαι, τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους ὁ αὐτ. 2. 43 (ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ἀνήκη εἰς τὴν σημασίαν ΙΙ. 1).
|lstext='''περιοράω''': παρατ. περιεώρων, Ἰωνικ. περιώρεον· πρκμ. περιεόρᾱκα· - ἀκολούθως ἐκ τῆς √ΟΠ-, μέλλ. περιόψομαι, παθ. πρκμ. περιῶμμαι, παθ. ἀόρ. περιώφθην· ἐκ δὲ τῆς √ΙΔ- (δηλ. ϜΙΔ·) σχηματίζεται ὁ ἀόρ. β΄ [[περιεῖδον]]· περὶ τοῦ πρκμ. [[περίοιδα]], ἰδὲ τὴν λ. [[βλέπω]] ὁλόγυρα, Λατ. circumspicer Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 8, πρβλ. 5. ΙΙ. [[παραβλέπω]], δηλ. [[βλέπω]] καὶ δὲν παρατηρῶ, [[ἐπιτρέπω]], ἀνέχομαι. 1) τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] μετοχ., οὐ [[περιεῖδον]] αὐτὸν ἀναρπασθέντα, δὲν παρέβλεψαν αὐτὸν ἀναρπαζόμενον, δηλ. δὲν ἐπέτρεψαν νὰ ἀναρπασθῇ, Ἡρόδ. 1. 89· μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην [[αὖτις]] ἐς Μήδους περιελθοῦσαν ὁ αὐτ. 3. 65, πρβλ. 2. 110., 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1705, Ἀριστοφ. Ἀχ. 167, Βάτρ. 509, Ἀντιφῶν 112. 15, Θουκ. 1. 24· [[ταῦτα]] περιιδεῖν γιγνόμενα Δημ. 246, 8, πρβλ. 552. 7· ([[διάφορος]] ἡ μετ’ ἐνάρθρου μετοχῆς [[χρῆσις]]: εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, ἂν παρίδωμεν τὴν ἐναντίωσιν ὑμῶν, Θουκ. 4. 87)· - σπανίως ἡ μετοχὴ παραλείπεται, οὐ μή με περιόψεται ἄνιππον [[[ὄντα]]] Ἀριστοφ. Νεφ. 124. 2) μετ’ ἀπαρ., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν Ἡρόδ. 1. 191· τοὺς προπόλους .. οὐ περιορᾶν παριέναι ὁ αὐτ. 2. 64, πρβλ. 1. 24. 191, Θουκ. 1. 35. κτλ.· - παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., οὐκ ἄν με περιεῖδες [ποιέειν] Ἡρόδ. 3. 155· ὁ πυλουρὸς καὶ ὁ [[ἀγγελιηφόρος]] οὐ περιώρεον [αὐτὸν ἐσιέναι] ὁ αὐτ. 3 118, πρβλ. Θουκ. 1. 39, κτλ. περιιδεῖν τινα ἐπί τινι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 47· ἐάν τε δοῦλον ἐάν τ’ οὖν καὶ ἐλεύθερον περιορᾷ Πλάτ. Νόμ. 934D· π. τὴν ὕβριν τινὸς Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 9· - σπανίως [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ [[ὑπεροράω]] ΙΙ. 2, 6, π. τῶν ἄλλων Πλούτ. 2. 764C. III. [[περιμένω]] τι, τὸ μέλλον περιιδεῖν Θουκ. 4. 71· π. εἴ τινες βοηθήσουσι Ἰσοκρ. 194D. IV. Μέσ., [[περιβλέπω]] πρὶν πράξω τι, [[ἀγρύπνως]] παρατηρῶ τὴν πορείαν τῶν πραγμάτων, ἀγρυπνῶ καὶ [[περιμένω]], Θουκ. 5, 31., 6. 93, 103., 7. 33· π. ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] ἔσται ὁ αὐτ. 4. 73. 2) [[μετὰ]] γεν., [[βλέπω]] ὁλόγυρα [[πρός]] τι, [[ἀγρύπνως]] παρατηρῶ, παραφυλάττω, τῆς Μένδης περιορώμενοι ὁ αὐτ. 4. 124 3) ἀμελῶ, ἀπέχομαι, τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους ὁ αὐτ. 2. 43 (ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ἀνήκη εἰς τὴν σημασίαν ΙΙ. 1).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περιόψομαι, <i>ao.2</i> [[περιεῖδον]], <i>pf.</i> περιεόρακα;<br /><i>Pass. ao.</i> περιώφθην, <i>pf.</i> περιῶμμαι;<br /><b>1</b> voir <i>ou</i> regarder autour ; observer, considérer, acc. ; περιορᾶν τὸ μέλλον THC regarder l’avenir, attendre les événements;<br /><b>2</b> regarder d’un œil distrait, avec indifférence <i>ou</i> dédain, acc., <i>rar. gén.</i> ; avec un inf., tolérer, permettre : περιορᾶν παριέναι HDT laisser s’approcher;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιοράομαι-ῶμαι;<br /><b>1</b> regarder avec soin autour de soi, veiller, observer : ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] [[ἔσται]] THC auquel des deux partis restera la victoire;<br /><b>2</b> regarder autour de soi avec inquiétude, être inquiet au sujet de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁράω]].
}}
}}