3,274,913
edits
(28) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀλισθηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός [[πάνω]] στον οποίο γλιστρά [[κάποιος]] εύκολα, [[γλιστερός]], [[λείος]] («[[μόλις]] έβρεξε λίγο, οι δρόμοι έγιναν ολισθηροί»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συλλαμβάνεται δύσκολα, που διαφεύγει εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[ολίσθηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολισθηρώς</i> (Α ὀλισθηρῶς)<br />με ολισθηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλισθη</i>- του [[ὀλισθάνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὠλίσθη</i>-<i>κα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαμπη</i>-<i>ρός</i>, <i>ουρη</i>-<i>ρός</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀλισθηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός [[πάνω]] στον οποίο γλιστρά [[κάποιος]] εύκολα, [[γλιστερός]], [[λείος]] («[[μόλις]] έβρεξε λίγο, οι δρόμοι έγιναν ολισθηροί»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συλλαμβάνεται δύσκολα, που διαφεύγει εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[ολίσθηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολισθηρώς</i> (Α ὀλισθηρῶς)<br />με ολισθηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλισθη</i>- του [[ὀλισθάνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὠλίσθη</i>-<i>κα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαμπη</i>-<i>ρός</i>, <i>ουρη</i>-<i>ρός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλισθηρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[γλιστερός]], Λατ. [[lubricus]], σε Πίνδ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ξεγλιστράει, που είναι δύσκολο να τον κατακτήσει [[κάποιος]] και να τον κρατήσει, σε Πλάτ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να γλιστράει, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |