ὀλισθηρός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλισθηρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[γλιστερός]], Λατ. [[lubricus]], σε Πίνδ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ξεγλιστράει, που είναι δύσκολο να τον κατακτήσει [[κάποιος]] και να τον κρατήσει, σε Πλάτ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να γλιστράει, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὀλισθηρός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[γλιστερός]], Λατ. [[lubricus]], σε Πίνδ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ξεγλιστράει, που είναι δύσκολο να τον κατακτήσει [[κάποιος]] και να τον κρατήσει, σε Πλάτ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] να γλιστράει, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλισθηρός:''' <b class="num">1)</b> скользкий ([[οἶμος]] Pind.; [[χωρίον]] Xen.; [[τόπος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. ненадежный, шаткий, непрочный ([[τύχη]] Anth.; τὸ [[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> весьма склонный, легко впадающий (πρὸς ὀργήν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> скользящий, неустойчивый, нетвердый (πὁδες Plut.).
}}
}}