Anonymous

χάρις: Difference between revisions

From LSJ
7,541 bytes added ,  30 December 2018
6
(46)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιτος, η, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χάρη]].
|mltxt=-ιτος, η, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χάρη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χάρις:''' [ᾰ], ἡ, γεν. <i>χάρῐτος</i>, αιτ. [[χάριν]] και [[χάριτα]], πληθ. <i>χάριτες</i>, δοτ. <i>χάρισι</i>, ποιητ. <i>χάρισσι</i> ή <i>χαρίτεσσι</i> ([[χαίρω]])·<br /><b class="num">Α.</b> [[χαρά]], Λατ. [[gratia]]·<br /><b class="num">I.</b> εξωτερική [[γοητεία]] ή [[χάρη]] (όπως λέμε [[καλή]] ή κακή [[εμφάνιση]]), [[γοητεία]], [[θέλγητρο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τῷγε [[χάριν]] κατεχεύατ' [[Ἀθήνη]], η Αθηνά τον έλουσε με [[χάρη]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε πληθ., χάρες, θέλγητρα, στο ίδ. κ.λπ.· σπανιότερα χρησιμ. για πράγματα, ἔργοισι [[χάριν]] καὶ [[κῦδος]] ὀπάζειν, σε Ομήρ. Οδ.· ἡ [[τῶν]] λόγων [[χάρις]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[χαρά]] ή [[χάρη]] που νιώθεται, [[είτε]] από την [[πλευρά]] [[αυτού]] που ενεργεί [[είτε]] του αποδέκτη·<br /><b class="num">1.</b> [[χαρά]] από την [[πλευρά]] [[αυτού]] που ενεργεί, [[καλοσύνη]], [[ευγένεια]], [[καλή]] [[θέληση]], <i>τινός</i>, για ή προς κάποιον, σε Ησίοδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> από την [[πλευρά]] του αποδέκτη, η [[έννοια]] της χάρης που λαμβάνεται, [[ευγνωμοσύνη]], [[εκτίμηση]], [[ευχαρίστηση]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τινός</i>, λέγεται για [[κάτι]], [[οὐδέ]] τίς ἐστι [[χάρις]] μετόπισθ' εὐεργέων, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., οὔ τις [[χάρις]] [[ἦεν]] μάρνασθαι, καμία [[αγνωμοσύνη]] δεν υπάρχει για τους μαχόμενους, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χάριν]] [[εἰδέναι]] τινί, [[γνωρίζω]] την [[έννοια]] της ευχαρίστησης, [[νιώθω]] [[ευγνώμων]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· [[χάριν]] ἔχειν τινί τινος, [[νιώθω]] [[ευγνωμοσύνη]] για κάποιον σχετικά με [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[χάριν]] ὀφείλειν, [[χρωστώ]] [[ευγνωμοσύνη]], είμαι υποχρεωμένος σε Σοφ.· [[χάριν]] κατατίθεσθαί τινι, [[ευεργετώ]] και [[κερδίζω]] μεγάλο [[μέρος]] από την [[ευγνωμοσύνη]] του, δηλ. [[κερδίζω]] τις ευχαριστίες κάποιου, σε Ηρόδ., [[χάριν]] λαμβάνειν τινός, [[απολαμβάνω]] τις ευχαριστίες κάποιου, σε Σοφ.· ομοίως, [[κτᾶσθαι]] [[χάριν]], στον ίδ.· [[χάριν]] κομίσασθαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[χάρη]], [[εύνοια]], ως αντίθ. στη [[βία]], χάριτι [[πλεῖον]] ἢ φόβῳ, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[χάρη]] που προσφέρεται ή επιστρέφεται, [[εύνοια]], [[ευγένεια]], [[δώρο]], [[χάριν]] φέρειν τινί, κάνω τη [[χάρη]] σε κάποιον, [[παρακαλώ]] κάποιον, κάνω [[κάτι]] για να υποχρεώσω κάποιον, σε Όμηρ.· [[χάριν]] [[θέσθαι]] τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, [[χάριν]] ὑπουργεῖν τινι, σε Αισχύλ.· [[παρασχεῖν]], σε Σοφ.· <i>νέμειν</i>, στον ίδ.· [[δοῦναι]], σε Αισχύλ.· [[χάριν]] τίνειν, [[ανταποδίδω]] μια [[χάρη]], στον ίδ.· <i>ἀντιδιδόναι</i>, σε Θουκ.· <i>ἀποδιδόναι</i>, σε Πλάτ.· [[χάριν]] ἀποστερεῖν, δεν [[ανταποδίδω]] τη [[χάρη]] που έχω λάβει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> [[ευχαρίστηση]], [[ευαρέσκεια]], <i>τινός</i>, σε ή από [[κάτι]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> δαιμόνων [[χάρις]], [[καθήκον]] που οφείλεται σε αυτούς, η [[λατρεία]] τους, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>ὅρκωνχάρις</i>, σε Ευρ.· εὐκταία [[χάρις]], ευχαριστήρια [[προσφορά]] με [[αφιέρωμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">VI.</b> Ειδικότερες χρήσεις:<br /><b class="num">1.</b> αιτ. ενικ. ως επίρρ., [[χάριν]] τινός, για [[χάρη]] κάποιου, για την ευχαρίστησή του, για το καλό του, [[χάριν]] Ἕκτορος, σε Ομήρ. Ιλ.· γλώσσης [[χάριν]], για να έχει [[κάποιος]] την [[ευχαρίστηση]] της ομιλίας, δηλ. για το καλό της ομιλίας, σε Ησίοδ.· [[έπειτα]] περισσότερο ως πρόθ., Λατ. gratiâ, causâ, εξαιτίας, τοῦ [[χάριν]]; για ποιό λόγο; σε Αριστοφ.· ομοίως, ἐμὴν [[χάριν]], σὴν [[χάριν]], για τη δική μου, δική [[σου]] [[ευχαρίστηση]] ή το καλό, Λατ. mea, tua [[gratia]], σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, [[χάριν]] τινός, όσον αφορά σε· ἔπους σμικροῦ [[χάριν]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με πρόθ., εἰς [[χάριν]] τινός, κάνω σε κάποιον [[χάρη]], σε Θουκ.· οὐδὲν εἰς [[χάριν]] πράσσειν, σε Σοφ.· πρὸς [[χάριν]] πράσσειν τι, σε Σοφ.· πρὸς [[χάριν]] λέγειν, σε Ευρ. κ.λπ.· πρὸς [[χάριν]] βορᾶς, για το καλό του φαγητού μου, για την [[ευχαρίστηση]] της απόλαυσης από αυτό, σε Σοφ.· πρὸς [[χάριν]], μόνο του, ως [[χάρη]], ως [[ευεργεσία]], σε Σοφ.· <i>ἐνχάριτι</i>, για την [[ευχαρίστηση]] κάποιου, για την ικανοποίησή του, <i>ἐν χάριτι διδόναι</i> ή <i>ποιεῖν τινί τι</i>, σε Ξεν., Πλάτ.· διὰ χαρίτων [[εἶναι]] ή <i>γίγνεσθαί τινι</i>, έχω σχέσεις [[φιλίας]] ή αμοιβαίας εύνοιας με κάποιον, σε Ξεν. <b>Β. 1.[[Χάρις]]</b>, <i>ἡ</i>, ως μυθολογικό κύριο όνομα, [[Χάρις]], [[σύζυγος]] του Ηφαίστου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθως]] σε πληθ., <i>Χάριτες</i>, <i>αἱ</i>, οι Χάριτες ή Χάριτες, Λατ. [[Gratiae]], που κατέχουν [[κάθε]] [[χάρη]], και παρέχουν τη [[χάρη]] της νίκης στους αγώνες, σε Πίνδ.· σε Όμηρ. ο [[αριθμός]] τους είναι [[αόριστος]]· ο Ησίοδ. περιορίζει αρχικά τον αριθμό τους σε [[τρεις]], Αγλαΐα, Ευφροσύνη, [[Θάλεια]].
}}
}}