Anonymous

χάρις: Difference between revisions

From LSJ
4,189 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χάρις:''' [ᾰ], ἡ, γεν. <i>χάρῐτος</i>, αιτ. [[χάριν]] και [[χάριτα]], πληθ. <i>χάριτες</i>, δοτ. <i>χάρισι</i>, ποιητ. <i>χάρισσι</i> ή <i>χαρίτεσσι</i> ([[χαίρω]])·<br /><b class="num">Α.</b> [[χαρά]], Λατ. [[gratia]]·<br /><b class="num">I.</b> εξωτερική [[γοητεία]] ή [[χάρη]] (όπως λέμε [[καλή]] ή κακή [[εμφάνιση]]), [[γοητεία]], [[θέλγητρο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τῷγε [[χάριν]] κατεχεύατ' [[Ἀθήνη]], η Αθηνά τον έλουσε με [[χάρη]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε πληθ., χάρες, θέλγητρα, στο ίδ. κ.λπ.· σπανιότερα χρησιμ. για πράγματα, ἔργοισι [[χάριν]] καὶ [[κῦδος]] ὀπάζειν, σε Ομήρ. Οδ.· ἡ [[τῶν]] λόγων [[χάρις]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[χαρά]] ή [[χάρη]] που νιώθεται, [[είτε]] από την [[πλευρά]] [[αυτού]] που ενεργεί [[είτε]] του αποδέκτη·<br /><b class="num">1.</b> [[χαρά]] από την [[πλευρά]] [[αυτού]] που ενεργεί, [[καλοσύνη]], [[ευγένεια]], [[καλή]] [[θέληση]], <i>τινός</i>, για ή προς κάποιον, σε Ησίοδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> από την [[πλευρά]] του αποδέκτη, η [[έννοια]] της χάρης που λαμβάνεται, [[ευγνωμοσύνη]], [[εκτίμηση]], [[ευχαρίστηση]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τινός</i>, λέγεται για [[κάτι]], [[οὐδέ]] τίς ἐστι [[χάρις]] μετόπισθ' εὐεργέων, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., οὔ τις [[χάρις]] [[ἦεν]] μάρνασθαι, καμία [[αγνωμοσύνη]] δεν υπάρχει για τους μαχόμενους, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χάριν]] [[εἰδέναι]] τινί, [[γνωρίζω]] την [[έννοια]] της ευχαρίστησης, [[νιώθω]] [[ευγνώμων]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· [[χάριν]] ἔχειν τινί τινος, [[νιώθω]] [[ευγνωμοσύνη]] για κάποιον σχετικά με [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[χάριν]] ὀφείλειν, [[χρωστώ]] [[ευγνωμοσύνη]], είμαι υποχρεωμένος σε Σοφ.· [[χάριν]] κατατίθεσθαί τινι, [[ευεργετώ]] και [[κερδίζω]] μεγάλο [[μέρος]] από την [[ευγνωμοσύνη]] του, δηλ. [[κερδίζω]] τις ευχαριστίες κάποιου, σε Ηρόδ., [[χάριν]] λαμβάνειν τινός, [[απολαμβάνω]] τις ευχαριστίες κάποιου, σε Σοφ.· ομοίως, [[κτᾶσθαι]] [[χάριν]], στον ίδ.· [[χάριν]] κομίσασθαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[χάρη]], [[εύνοια]], ως αντίθ. στη [[βία]], χάριτι [[πλεῖον]] ἢ φόβῳ, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[χάρη]] που προσφέρεται ή επιστρέφεται, [[εύνοια]], [[ευγένεια]], [[δώρο]], [[χάριν]] φέρειν τινί, κάνω τη [[χάρη]] σε κάποιον, [[παρακαλώ]] κάποιον, κάνω [[κάτι]] για να υποχρεώσω κάποιον, σε Όμηρ.· [[χάριν]] [[θέσθαι]] τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, [[χάριν]] ὑπουργεῖν τινι, σε Αισχύλ.· [[παρασχεῖν]], σε Σοφ.· <i>νέμειν</i>, στον ίδ.· [[δοῦναι]], σε Αισχύλ.· [[χάριν]] τίνειν, [[ανταποδίδω]] μια [[χάρη]], στον ίδ.· <i>ἀντιδιδόναι</i>, σε Θουκ.· <i>ἀποδιδόναι</i>, σε Πλάτ.· [[χάριν]] ἀποστερεῖν, δεν [[ανταποδίδω]] τη [[χάρη]] που έχω λάβει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> [[ευχαρίστηση]], [[ευαρέσκεια]], <i>τινός</i>, σε ή από [[κάτι]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> δαιμόνων [[χάρις]], [[καθήκον]] που οφείλεται σε αυτούς, η [[λατρεία]] τους, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>ὅρκωνχάρις</i>, σε Ευρ.· εὐκταία [[χάρις]], ευχαριστήρια [[προσφορά]] με [[αφιέρωμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">VI.</b> Ειδικότερες χρήσεις:<br /><b class="num">1.</b> αιτ. ενικ. ως επίρρ., [[χάριν]] τινός, για [[χάρη]] κάποιου, για την ευχαρίστησή του, για το καλό του, [[χάριν]] Ἕκτορος, σε Ομήρ. Ιλ.· γλώσσης [[χάριν]], για να έχει [[κάποιος]] την [[ευχαρίστηση]] της ομιλίας, δηλ. για το καλό της ομιλίας, σε Ησίοδ.· [[έπειτα]] περισσότερο ως πρόθ., Λατ. gratiâ, causâ, εξαιτίας, τοῦ [[χάριν]]; για ποιό λόγο; σε Αριστοφ.· ομοίως, ἐμὴν [[χάριν]], σὴν [[χάριν]], για τη δική μου, δική [[σου]] [[ευχαρίστηση]] ή το καλό, Λατ. mea, tua [[gratia]], σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, [[χάριν]] τινός, όσον αφορά σε· ἔπους σμικροῦ [[χάριν]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με πρόθ., εἰς [[χάριν]] τινός, κάνω σε κάποιον [[χάρη]], σε Θουκ.· οὐδὲν εἰς [[χάριν]] πράσσειν, σε Σοφ.· πρὸς [[χάριν]] πράσσειν τι, σε Σοφ.· πρὸς [[χάριν]] λέγειν, σε Ευρ. κ.λπ.· πρὸς [[χάριν]] βορᾶς, για το καλό του φαγητού μου, για την [[ευχαρίστηση]] της απόλαυσης από αυτό, σε Σοφ.· πρὸς [[χάριν]], μόνο του, ως [[χάρη]], ως [[ευεργεσία]], σε Σοφ.· <i>ἐνχάριτι</i>, για την [[ευχαρίστηση]] κάποιου, για την ικανοποίησή του, <i>ἐν χάριτι διδόναι</i> ή <i>ποιεῖν τινί τι</i>, σε Ξεν., Πλάτ.· διὰ χαρίτων [[εἶναι]] ή <i>γίγνεσθαί τινι</i>, έχω σχέσεις [[φιλίας]] ή αμοιβαίας εύνοιας με κάποιον, σε Ξεν. <b>Β. 1.[[Χάρις]]</b>, <i>ἡ</i>, ως μυθολογικό κύριο όνομα, [[Χάρις]], [[σύζυγος]] του Ηφαίστου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθως]] σε πληθ., <i>Χάριτες</i>, <i>αἱ</i>, οι Χάριτες ή Χάριτες, Λατ. [[Gratiae]], που κατέχουν [[κάθε]] [[χάρη]], και παρέχουν τη [[χάρη]] της νίκης στους αγώνες, σε Πίνδ.· σε Όμηρ. ο [[αριθμός]] τους είναι [[αόριστος]]· ο Ησίοδ. περιορίζει αρχικά τον αριθμό τους σε [[τρεις]], Αγλαΐα, Ευφροσύνη, [[Θάλεια]].
|lsmtext='''χάρις:''' [ᾰ], ἡ, γεν. <i>χάρῐτος</i>, αιτ. [[χάριν]] και [[χάριτα]], πληθ. <i>χάριτες</i>, δοτ. <i>χάρισι</i>, ποιητ. <i>χάρισσι</i> ή <i>χαρίτεσσι</i> ([[χαίρω]])·<br /><b class="num">Α.</b> [[χαρά]], Λατ. [[gratia]]·<br /><b class="num">I.</b> εξωτερική [[γοητεία]] ή [[χάρη]] (όπως λέμε [[καλή]] ή κακή [[εμφάνιση]]), [[γοητεία]], [[θέλγητρο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τῷγε [[χάριν]] κατεχεύατ' [[Ἀθήνη]], η Αθηνά τον έλουσε με [[χάρη]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε πληθ., χάρες, θέλγητρα, στο ίδ. κ.λπ.· σπανιότερα χρησιμ. για πράγματα, ἔργοισι [[χάριν]] καὶ [[κῦδος]] ὀπάζειν, σε Ομήρ. Οδ.· ἡ [[τῶν]] λόγων [[χάρις]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[χαρά]] ή [[χάρη]] που νιώθεται, [[είτε]] από την [[πλευρά]] [[αυτού]] που ενεργεί [[είτε]] του αποδέκτη·<br /><b class="num">1.</b> [[χαρά]] από την [[πλευρά]] [[αυτού]] που ενεργεί, [[καλοσύνη]], [[ευγένεια]], [[καλή]] [[θέληση]], <i>τινός</i>, για ή προς κάποιον, σε Ησίοδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> από την [[πλευρά]] του αποδέκτη, η [[έννοια]] της χάρης που λαμβάνεται, [[ευγνωμοσύνη]], [[εκτίμηση]], [[ευχαρίστηση]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τινός</i>, λέγεται για [[κάτι]], [[οὐδέ]] τίς ἐστι [[χάρις]] μετόπισθ' εὐεργέων, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., οὔ τις [[χάρις]] [[ἦεν]] μάρνασθαι, καμία [[αγνωμοσύνη]] δεν υπάρχει για τους μαχόμενους, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χάριν]] [[εἰδέναι]] τινί, [[γνωρίζω]] την [[έννοια]] της ευχαρίστησης, [[νιώθω]] [[ευγνώμων]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· [[χάριν]] ἔχειν τινί τινος, [[νιώθω]] [[ευγνωμοσύνη]] για κάποιον σχετικά με [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[χάριν]] ὀφείλειν, [[χρωστώ]] [[ευγνωμοσύνη]], είμαι υποχρεωμένος σε Σοφ.· [[χάριν]] κατατίθεσθαί τινι, [[ευεργετώ]] και [[κερδίζω]] μεγάλο [[μέρος]] από την [[ευγνωμοσύνη]] του, δηλ. [[κερδίζω]] τις ευχαριστίες κάποιου, σε Ηρόδ., [[χάριν]] λαμβάνειν τινός, [[απολαμβάνω]] τις ευχαριστίες κάποιου, σε Σοφ.· ομοίως, [[κτᾶσθαι]] [[χάριν]], στον ίδ.· [[χάριν]] κομίσασθαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[χάρη]], [[εύνοια]], ως αντίθ. στη [[βία]], χάριτι [[πλεῖον]] ἢ φόβῳ, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[χάρη]] που προσφέρεται ή επιστρέφεται, [[εύνοια]], [[ευγένεια]], [[δώρο]], [[χάριν]] φέρειν τινί, κάνω τη [[χάρη]] σε κάποιον, [[παρακαλώ]] κάποιον, κάνω [[κάτι]] για να υποχρεώσω κάποιον, σε Όμηρ.· [[χάριν]] [[θέσθαι]] τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, [[χάριν]] ὑπουργεῖν τινι, σε Αισχύλ.· [[παρασχεῖν]], σε Σοφ.· <i>νέμειν</i>, στον ίδ.· [[δοῦναι]], σε Αισχύλ.· [[χάριν]] τίνειν, [[ανταποδίδω]] μια [[χάρη]], στον ίδ.· <i>ἀντιδιδόναι</i>, σε Θουκ.· <i>ἀποδιδόναι</i>, σε Πλάτ.· [[χάριν]] ἀποστερεῖν, δεν [[ανταποδίδω]] τη [[χάρη]] που έχω λάβει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> [[ευχαρίστηση]], [[ευαρέσκεια]], <i>τινός</i>, σε ή από [[κάτι]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> δαιμόνων [[χάρις]], [[καθήκον]] που οφείλεται σε αυτούς, η [[λατρεία]] τους, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>ὅρκωνχάρις</i>, σε Ευρ.· εὐκταία [[χάρις]], ευχαριστήρια [[προσφορά]] με [[αφιέρωμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">VI.</b> Ειδικότερες χρήσεις:<br /><b class="num">1.</b> αιτ. ενικ. ως επίρρ., [[χάριν]] τινός, για [[χάρη]] κάποιου, για την ευχαρίστησή του, για το καλό του, [[χάριν]] Ἕκτορος, σε Ομήρ. Ιλ.· γλώσσης [[χάριν]], για να έχει [[κάποιος]] την [[ευχαρίστηση]] της ομιλίας, δηλ. για το καλό της ομιλίας, σε Ησίοδ.· [[έπειτα]] περισσότερο ως πρόθ., Λατ. gratiâ, causâ, εξαιτίας, τοῦ [[χάριν]]; για ποιό λόγο; σε Αριστοφ.· ομοίως, ἐμὴν [[χάριν]], σὴν [[χάριν]], για τη δική μου, δική [[σου]] [[ευχαρίστηση]] ή το καλό, Λατ. mea, tua [[gratia]], σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, [[χάριν]] τινός, όσον αφορά σε· ἔπους σμικροῦ [[χάριν]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με πρόθ., εἰς [[χάριν]] τινός, κάνω σε κάποιον [[χάρη]], σε Θουκ.· οὐδὲν εἰς [[χάριν]] πράσσειν, σε Σοφ.· πρὸς [[χάριν]] πράσσειν τι, σε Σοφ.· πρὸς [[χάριν]] λέγειν, σε Ευρ. κ.λπ.· πρὸς [[χάριν]] βορᾶς, για το καλό του φαγητού μου, για την [[ευχαρίστηση]] της απόλαυσης από αυτό, σε Σοφ.· πρὸς [[χάριν]], μόνο του, ως [[χάρη]], ως [[ευεργεσία]], σε Σοφ.· <i>ἐνχάριτι</i>, για την [[ευχαρίστηση]] κάποιου, για την ικανοποίησή του, <i>ἐν χάριτι διδόναι</i> ή <i>ποιεῖν τινί τι</i>, σε Ξεν., Πλάτ.· διὰ χαρίτων [[εἶναι]] ή <i>γίγνεσθαί τινι</i>, έχω σχέσεις [[φιλίας]] ή αμοιβαίας εύνοιας με κάποιον, σε Ξεν. <b>Β. 1.[[Χάρις]]</b>, <i>ἡ</i>, ως μυθολογικό κύριο όνομα, [[Χάρις]], [[σύζυγος]] του Ηφαίστου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθως]] σε πληθ., <i>Χάριτες</i>, <i>αἱ</i>, οι Χάριτες ή Χάριτες, Λατ. [[Gratiae]], που κατέχουν [[κάθε]] [[χάρη]], και παρέχουν τη [[χάρη]] της νίκης στους αγώνες, σε Πίνδ.· σε Όμηρ. ο [[αριθμός]] τους είναι [[αόριστος]]· ο Ησίοδ. περιορίζει αρχικά τον αριθμό τους σε [[τρεις]], Αγλαΐα, Ευφροσύνη, [[Θάλεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''χάρις:''' ῐτος (ᾰ) ἡ (acc. [[χάριν]] с ῑ in [[arsi]] и [[χάριτα]]; dat. pl. χάρισσι Pind.) тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> прелесть, изящество, красота, привлекательность ([[κάλλος]] καὶ χ. Hom.; εὐμόρφων κολοσσῶν Aesch.; χάριτες Ἀφροδίτης Eur.; ἡ τῶν λόγων χ. Dem.): [[μετὰ]] χαρίτων Thuc. с изяществом;<br /><b class="num">2)</b> слава (παλαιὰ χ., Ἐρεχθειδᾶν χάριτες Pind.);<br /><b class="num">3)</b> благосклонность, любезность, благожелательность, благоволение, расположение, милость: χ. τινός Hes., Thuc. симпатия к кому-л.; [[μετὰ]] [[χάριτος]] Polyb. благосклонно; ἐν χάριτί τινι ποιεῖν τι Plat. сделать что-л. из расположения к кому-л.; οὐ πρὸς [[χάριν]] λέγειν Plat. говорить не из желания угодить; εἰ δέ τις [[μείζων]] χ. Aesch. если вы предпочитаете; διὰ χαρίτων εἶναι или γίγνεσθαί τινι Xen. быть в задушевно-дружеских отношениях с кем-л.; εἰς [[χάριν]] ποιεῖν или πράσσειν τι Pind. делать что-л. из любезности (в знак расположения); πρὸς [[χάριν]] τινός Soph. в пользу чего-л., ради чего-л.; ἐν χάριτι κρίνειν τινά Theocr. судить в пользу кого-л., т. е. быть в своем суждении пристрастным к кому-л.; οὐκ ἀνάγκῃ, ἀλλὰ [[χάριτος]] [[ἕνεκα]] Xen. не по принуждению, а по внутреннему влечению (добровольно);<br /><b class="num">4)</b> благодеяние, милость, услуга, одолжение ([[χάριν]] φέρειν τινί Hom. и εἴς τινα Eur., тж. [[χάριν]] τινὶ [[θέσθαι]] Aesch., Her., προσθέσθαι или [[παρασχεῖν]] Soph.): χ. ἀντὶ [[χάριτος]] ἐλθέτω Eur. услугой нужно платить за услугу; οὐδὲν εἰς [[χάριν]] πράσσειν Soph. не оказать никакого благодеяния;<br /><b class="num">5)</b> радость, наслаждение, блаженство (χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων Pind.): οὐδεμίαν τινὶ [[χάριν]] ἔχειν Arph. не находить никакого удовольствия в чем-л.; ὕπνου φέρειν [[χάριν]] Eur. наслаждаться сном;<br /><b class="num">6)</b> почитание, честь, уважение ([[τιμή]] τε καὶ χ. Plat.): θανόντι [[χάριν]] πέμπειν Aesch. воздавать почести усопшему; ἐν χάριτι καὶ δορεᾷ λαμβάνειν τι Polyb. получить что-л. в виде почетного дара; ὅρκων χ. Eur. уважение к (данным) клятвам;<br /><b class="num">7)</b> благодарность, признательность ([[δοῦναι]] [[χάριν]] [[ἀντί]] τινος Hom.): χ. τινός Hom., Hes. благодарность за что-л.; τοῖς [[οὖν]] θεοῖς χ. ὅτι … Xen. благодарение богам, что …; ὀφεῖλαι πολλὴν [[χάριν]] τινί Soph. быть глубоко обязанным кому-л.; [[χάριν]] ἀμείβειν τινός Aesch. отблагодарить за что-л.; [[χάριν]] ἐκτίνειν, ἀπονέμειν или ὑπουργεῖν Aesch. воздать благодарность;<br /><b class="num">8)</b> награда, вознаграждение Aesch., Soph., Plat., Plut.;<br /><b class="num">9)</b> благодать NT - см. тж. [[χάριν]].
}}
}}