Anonymous

μάργος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάργος:''' -η, -ον, και -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[έξαρση]] παραφροσύνης, Λατ. [[furiosus]], <i>μάργε</i>, τρελέ! σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για όρεξη, [[λαίμαργος]], [[ακόρεστος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]], σε Θέογν., Ευρ.
|lsmtext='''μάργος:''' -η, -ον, και -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[έξαρση]] παραφροσύνης, Λατ. [[furiosus]], <i>μάργε</i>, τρελέ! σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για όρεξη, [[λαίμαργος]], [[ακόρεστος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]], σε Θέογν., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μάργος:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> бешеный, яростный, неистовый ([[πνεῦμα]] λύσσης Aesch.; ἡδοναί Plat.; ἵπποι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> безумный ([[μάργον]] θεῖναί τινα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> крепкий, пьянящий ([[οἶνος]] Hes.);<br /><b class="num">4)</b> жадный, прожорливый ([[γαστήρ]] Hes.);<br /><b class="num">5)</b> похотливый, распутный ([[Ἑλένη]] Eur.).
}}
}}