Anonymous

διαβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαβάλλω]])<br />[[κατηγορώ]], [[συκοφαντώ]], [[δυσφημώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[κάτι]] διά μέσου άλλου, [[διαπερνώ]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[απέναντι]] ή [[περνώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[απέναντι]], [[διαπεραιώνω]]<br /><b>3.</b> [[διαβαίνω]], [[υπερβαίνω]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] κάποιους να φιλονικήσουν<br /><b>5.</b> [[διαφωνώ]]<br /><b>6.</b> [[κατηγορώ]] ή [[λοιδορώ]] κάποιον για [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[διαστρέφω]], [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] όχι όπως [[είναι]] στην [[πραγματικότητα]] για να το συκοφαντήσω ή να το λοιδορήσω<br /><b>8.</b> [[εξαπατώ]] με ψευδείς πληροφορίες<br /><b>9.</b> (παθ. με δοτ.) [[γίνομαι]] ύποπτος, [[μισητός]].
|mltxt=(AM [[διαβάλλω]])<br />[[κατηγορώ]], [[συκοφαντώ]], [[δυσφημώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[κάτι]] διά μέσου άλλου, [[διαπερνώ]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[απέναντι]] ή [[περνώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[απέναντι]], [[διαπεραιώνω]]<br /><b>3.</b> [[διαβαίνω]], [[υπερβαίνω]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] κάποιους να φιλονικήσουν<br /><b>5.</b> [[διαφωνώ]]<br /><b>6.</b> [[κατηγορώ]] ή [[λοιδορώ]] κάποιον για [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[διαστρέφω]], [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] όχι όπως [[είναι]] στην [[πραγματικότητα]] για να το συκοφαντήσω ή να το λοιδορήσω<br /><b>8.</b> [[εξαπατώ]] με ψευδείς πληροφορίες<br /><b>9.</b> (παθ. με δοτ.) [[γίνομαι]] ύποπτος, [[μισητός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, παρακ. -[[βέβληκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] διαμέσου, [[μεταφέρω]], [[οδηγώ]] διαμέσου, [[διαβιβάζω]] [[απέναντι]], [[νέας]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> φαινομενικά αμτβ., όπως το Λατ. trajicere, περνώ από πάνω, [[απέναντι]], [[διαβαίνω]], στον ίδ.· επίσης με αιτ., <i>δ. γεφύρας</i>, σε Ευρ.· [[πέλαγος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατηγορώ]], [[συκοφαντώ]], [[δημιουργώ]] [[διαμάχη]], [[φιλονικία]] [[ανάμεσα]], [[διασύρω]], [[κακολογώ]], <i>ἐμὲκαὶ Ἀγάθωνα</i>, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε [[αντιπαράθεση]] με, <i>τινί</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[δυσφημώ]], [[κακολογώ]], [[συκοφαντώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>διέβαλον τοὺς Ἴωνας ὡς..</i>., τους συκοφάντησαν με το να πουν ότι..., στον ίδ. — Παθ., <i>διαβάλλεσθαί τινι</i>, είμαι [[γεμάτος]] [[καχυποψία]] και [[μίσος]] [[απέναντι]] σε κάποιον, στον ίδ.· [[πρός]] τινα, στον ίδ.· <i>ἔς τινα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[παρουσιάζω]] εσφαλμένα [[κάτι]], [[μιλώ]] δυσφημιστικά, [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]], σε Ηρόδ., Δημ.· [[δίνω]] στον εχθρό πληροφορίες, [[χωρίς]] ανακρίβειες ή [[διάθεση]] εξαπάτησης, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> [[εξαπατώ]] μέσω ψευδούς πληροφόρησης, [[εξαπατώ]] κάποιον, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. — Παθ., <i>διαβεβλῆσθαι ὡς..</i>., έχει διαδοθεί συκοφαντικά ότι..., σε Πλάτ.
}}
}}