Anonymous

διαβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, παρακ. -[[βέβληκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] διαμέσου, [[μεταφέρω]], [[οδηγώ]] διαμέσου, [[διαβιβάζω]] [[απέναντι]], [[νέας]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> φαινομενικά αμτβ., όπως το Λατ. trajicere, περνώ από πάνω, [[απέναντι]], [[διαβαίνω]], στον ίδ.· επίσης με αιτ., <i>δ. γεφύρας</i>, σε Ευρ.· [[πέλαγος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατηγορώ]], [[συκοφαντώ]], [[δημιουργώ]] [[διαμάχη]], [[φιλονικία]] [[ανάμεσα]], [[διασύρω]], [[κακολογώ]], <i>ἐμὲκαὶ Ἀγάθωνα</i>, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε [[αντιπαράθεση]] με, <i>τινί</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[δυσφημώ]], [[κακολογώ]], [[συκοφαντώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>διέβαλον τοὺς Ἴωνας ὡς..</i>., τους συκοφάντησαν με το να πουν ότι..., στον ίδ. — Παθ., <i>διαβάλλεσθαί τινι</i>, είμαι [[γεμάτος]] [[καχυποψία]] και [[μίσος]] [[απέναντι]] σε κάποιον, στον ίδ.· [[πρός]] τινα, στον ίδ.· <i>ἔς τινα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[παρουσιάζω]] εσφαλμένα [[κάτι]], [[μιλώ]] δυσφημιστικά, [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]], σε Ηρόδ., Δημ.· [[δίνω]] στον εχθρό πληροφορίες, [[χωρίς]] ανακρίβειες ή [[διάθεση]] εξαπάτησης, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> [[εξαπατώ]] μέσω ψευδούς πληροφόρησης, [[εξαπατώ]] κάποιον, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. — Παθ., <i>διαβεβλῆσθαι ὡς..</i>., έχει διαδοθεί συκοφαντικά ότι..., σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, παρακ. -[[βέβληκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] διαμέσου, [[μεταφέρω]], [[οδηγώ]] διαμέσου, [[διαβιβάζω]] [[απέναντι]], [[νέας]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> φαινομενικά αμτβ., όπως το Λατ. trajicere, περνώ από πάνω, [[απέναντι]], [[διαβαίνω]], στον ίδ.· επίσης με αιτ., <i>δ. γεφύρας</i>, σε Ευρ.· [[πέλαγος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατηγορώ]], [[συκοφαντώ]], [[δημιουργώ]] [[διαμάχη]], [[φιλονικία]] [[ανάμεσα]], [[διασύρω]], [[κακολογώ]], <i>ἐμὲκαὶ Ἀγάθωνα</i>, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε [[αντιπαράθεση]] με, <i>τινί</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[δυσφημώ]], [[κακολογώ]], [[συκοφαντώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>διέβαλον τοὺς Ἴωνας ὡς..</i>., τους συκοφάντησαν με το να πουν ότι..., στον ίδ. — Παθ., <i>διαβάλλεσθαί τινι</i>, είμαι [[γεμάτος]] [[καχυποψία]] και [[μίσος]] [[απέναντι]] σε κάποιον, στον ίδ.· [[πρός]] τινα, στον ίδ.· <i>ἔς τινα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[παρουσιάζω]] εσφαλμένα [[κάτι]], [[μιλώ]] δυσφημιστικά, [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]], σε Ηρόδ., Δημ.· [[δίνω]] στον εχθρό πληροφορίες, [[χωρίς]] ανακρίβειες ή [[διάθεση]] εξαπάτησης, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> [[εξαπατώ]] μέσω ψευδούς πληροφόρησης, [[εξαπατώ]] κάποιον, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. — Παθ., <i>διαβεβλῆσθαι ὡς..</i>., έχει διαδοθεί συκοφαντικά ότι..., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβάλλω:''' <b class="num">1)</b> перебрасывать, переводить, переправлять (ἐκ τῆς Χίου τὰς [[νέας]] ἐς τὴν Νάξον Her.);<br /><b class="num">2)</b> просовывать ([[δάκτυλον]] τῆς θύρας Diog. L.);<br /><b class="num">3)</b> проходить, переходить, проезжать (γεφύρας Eur.);<br /><b class="num">4)</b> переправляться, переплывать (τὸν Ἰόνιον Thuc., Plut.; πρὸς τὴν [[ἀντιπέρας]] ἤπειρον Thuc.): φυγῇ πρὸς [[Ἄργος]] διαβαλεῖν Eur. бежать в Аргос;<br /><b class="num">5)</b> сеять рознь, ссорить (τινὰ [[καί]] τινα Plat. и τινὰς ἀλλήλοις Arst.): διαβεβλῆσθαί τινι Plat. быть во вражде с кем-л.; δ. τινὰ πρός τινα Polyb. и πρός τι Plut. внушить кому-л. ненависть к кому(чему)-л.;<br /><b class="num">6)</b> клеветать, оговаривать, чернить (τινὰ πρός τινα Her., Isocr., Xen., τινά τινι Soph., Plat. и τινὰ ἔς τινα Thuc.): διαβαλεῖν τινα ὥς τινα Plat., Luc. ославить кого-л. кем-л.;<br /><b class="num">7)</b> обвинять, упрекать, порицать (τινα Thuc.; πρός и εἴς τι Luc.);<br /><b class="num">8)</b> покрывать позором, порочить (κάλλιστον [[ἔργον]] τῷ μισθῷ Plut.);<br /><b class="num">9)</b> отвергать (как подложное), отбрасывать (τὸ [[ἔπος]] καὶ τὴν μυθολογίαν Plut.);<br /><b class="num">10)</b> тж. med. вводить в заблуждение, обманывать (τινά Her., Arph.);<br /><b class="num">11)</b> med. перебрасываться: δ. πρός τινα τοις κύβοις Plut. играть с кем-л. в кости.
}}
}}