Anonymous

ὀργίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀργίζω]]) [[οργή]]<br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[οργή]] σε κάποιον, [[ερεθίζω]], [[εξοργίζω]]<br /><b>2.</b> (συν. το παθ.) <i>οργίζομαι</i><br />[[θυμώνω]] πολύ, ερεθίζομαι, εξάπτομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> κυριεύομαι από [[οργή]], καταλαμβάνομαι από θυμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>οργισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έχει την [[οργή]] του θεού, [[καταραμένος]].
|mltxt=(ΑΜ [[ὀργίζω]]) [[οργή]]<br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[οργή]] σε κάποιον, [[ερεθίζω]], [[εξοργίζω]]<br /><b>2.</b> (συν. το παθ.) <i>οργίζομαι</i><br />[[θυμώνω]] πολύ, ερεθίζομαι, εξάπτομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> κυριεύομαι από [[οργή]], καταλαμβάνομαι από θυμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>οργισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έχει την [[οργή]] του θεού, [[καταραμένος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀργίζω:''' ([[ὀργή]] II), αόρ. [[ὤργισα]],<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να θυμώσει, [[προκαλώ]] [[οργή]], [[εξερεθίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. [[ὀργιοῦμαι]], <i>ὀργισθήσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὠργίσθην]], παρακ. [[ὤργισμαι]], [[θυμώνω]], οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, με κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης</i>, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ.
}}
}}