3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀργίζω:''' ([[ὀργή]] II), αόρ. [[ὤργισα]],<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να θυμώσει, [[προκαλώ]] [[οργή]], [[εξερεθίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. [[ὀργιοῦμαι]], <i>ὀργισθήσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὠργίσθην]], παρακ. [[ὤργισμαι]], [[θυμώνω]], οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, με κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης</i>, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ. | |lsmtext='''ὀργίζω:''' ([[ὀργή]] II), αόρ. [[ὤργισα]],<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να θυμώσει, [[προκαλώ]] [[οργή]], [[εξερεθίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. [[ὀργιοῦμαι]], <i>ὀργισθήσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὠργίσθην]], παρακ. [[ὤργισμαι]], [[θυμώνω]], οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, με κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης</i>, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀργίζω:''' (fut. pass. [[ὀργιοῦμαι]] - реже ὀργισθήσομαι) раздражать, сердить (τινά Plat., Arph.); pass. раздражаться, сердиться: ὀ. τινι Thuc., Lys., Eur., Xen. etc. быть в гневе, сердиться на кого-л.; ὀ. ἐπί τινος Dem., ἐπί τινι Lys., NT, [[ὑπέρ]] τινος Thuc., Isocr., διά τι Xen., περί τι Thuc., περί τινος Diog. L. сердиться за что-л. (из-за чего-л.); τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης Thuc. злоба. | |||
}} | }} |