Anonymous

ὀργίζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀργίζω:''' ([[ὀργή]] II), αόρ. [[ὤργισα]],<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να θυμώσει, [[προκαλώ]] [[οργή]], [[εξερεθίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. [[ὀργιοῦμαι]], <i>ὀργισθήσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὠργίσθην]], παρακ. [[ὤργισμαι]], [[θυμώνω]], οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, με κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης</i>, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ.
|lsmtext='''ὀργίζω:''' ([[ὀργή]] II), αόρ. [[ὤργισα]],<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να θυμώσει, [[προκαλώ]] [[οργή]], [[εξερεθίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. [[ὀργιοῦμαι]], <i>ὀργισθήσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὠργίσθην]], παρακ. [[ὤργισμαι]], [[θυμώνω]], οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, με κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης</i>, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀργίζω:''' (fut. pass. [[ὀργιοῦμαι]] - реже ὀργισθήσομαι) раздражать, сердить (τινά Plat., Arph.); pass. раздражаться, сердиться: ὀ. τινι Thuc., Lys., Eur., Xen. etc. быть в гневе, сердиться на кого-л.; ὀ. ἐπί τινος Dem., ἐπί τινι Lys., NT, [[ὑπέρ]] τινος Thuc., Isocr., διά τι Xen., περί τι Thuc., περί τινος Diog. L. сердиться за что-л. (из-за чего-л.); τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης Thuc. злоба.
}}
}}