Anonymous

ἀργύρεος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργύρεος]], -α, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αργυρός]].
|mltxt=[[ἀργύρεος]], -α, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αργυρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργύρεος:''' -α, -ον, συνηρ. ἀργῠροῦς, <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i> (<i>ἄργῠρος</i>), [[ασημένιος]], αυτός που έχει φτιαχτεί από [[ασήμι]], Λατ. argentus, σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}