Anonymous

ἀργύρεος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργύρεος:''' -α, -ον, συνηρ. ἀργῠροῦς, <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i> (<i>ἄργῠρος</i>), [[ασημένιος]], αυτός που έχει φτιαχτεί από [[ασήμι]], Λατ. argentus, σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀργύρεος:''' -α, -ον, συνηρ. ἀργῠροῦς, <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i> (<i>ἄργῠρος</i>), [[ασημένιος]], αυτός που έχει φτιαχτεί από [[ασήμι]], Λατ. argentus, σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργύρεος:''' стяж. [[ἀργυροῦς]] 3<br /><b class="num">1)</b> серебряный, посеребренный или отделанный серебром ([[βιός]], [[κρητήρ]] Hom.; [[τόξον]] Pind.; κλῖναι Her.): ἀργύρεον [[γένος]] Hes. серебряный век;<br /><b class="num">2)</b> состоящий из серебра ([[πλοῦτος]] Plat.).
}}
}}