Anonymous

καταδιαιτάω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδιαιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. -[[δεδιῄτηκα]] (βλ. [[διαιτάω]]), ως [[διαιτητής]] [[κρίνω]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εκδίδω]] [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδικάζω]] με γεν., σε Δημ. — Παθ., καταδικάζομαι, στον ίδ.
|lsmtext='''καταδιαιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. -[[δεδιῄτηκα]] (βλ. [[διαιτάω]]), ως [[διαιτητής]] [[κρίνω]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εκδίδω]] [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδικάζω]] με γεν., σε Δημ. — Παθ., καταδικάζομαι, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-διαιτάω, met gen.: (in arbitragezaken) een beslissing nemen tegen:, ἐρήμην καταδιαιτήσας τοῦ βιβλίου het boek veroordelen zonder de tegenpartij te horen Luc. 50.15, abs. een uitspraak doen in iemands nadeel; med. causat.: δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός hoewel ik niemand een veroordeling door een scheidsrechter heb bezorgd Lys. 25.16.
}}
}}