3,256,975
edits
(38) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[μνήμα]], [[σαρκοφάγος]] («ὀρύσσων ἐπέτυχον σορῷ ἑπταπήχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρετρο]], [[κάσα]] («σορὸν ὠνήσει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σώμα]] του νεκρού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγείο]] για [[εναπόθεση]] και [[φύλαξη]] τών λειψάνων, τών οστών του νεκρού<br /><b>2.</b> σκωπτική [[ονομασία]] γέροντα ή γριάς<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «τὸν ἕτερον [[πόδα]] ἐν τῇ σορῷ ἔχειν» — λεγόταν για γέροντα παραλυμένο από την [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[σορός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τFορος</i>, το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] -<i>τF</i>- έδωσε στην Ελληνική <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάρξ]]) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>twer</i>- «[[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[σφίγγω]]» και συνδέεται με αρχ. ρωσ. <i>tvorŭ</i> «[[δημιούργημα]], [[μορφή]]», αρχ. σλαβ. <i>tvoriti</i> «[[δημιουργώ]], φτειάχνω». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται, [[κατά]] μία [[άποψη]], και οι λ. [[σειρά]], [[σωρός]]. | |mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[μνήμα]], [[σαρκοφάγος]] («ὀρύσσων ἐπέτυχον σορῷ ἑπταπήχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρετρο]], [[κάσα]] («σορὸν ὠνήσει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σώμα]] του νεκρού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγείο]] για [[εναπόθεση]] και [[φύλαξη]] τών λειψάνων, τών οστών του νεκρού<br /><b>2.</b> σκωπτική [[ονομασία]] γέροντα ή γριάς<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «τὸν ἕτερον [[πόδα]] ἐν τῇ σορῷ ἔχειν» — λεγόταν για γέροντα παραλυμένο από την [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. [[σορός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τFορος</i>, το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] -<i>τF</i>- έδωσε στην Ελληνική <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάρξ]]) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>twer</i>- «[[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[σφίγγω]]» και συνδέεται με αρχ. ρωσ. <i>tvorŭ</i> «[[δημιούργημα]], [[μορφή]]», αρχ. σλαβ. <i>tvoriti</i> «[[δημιουργώ]], φτειάχνω». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται, [[κατά]] μία [[άποψη]], και οι λ. [[σειρά]], [[σωρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σορός:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[σκεύος]] για την [[υποδοχή]], [[εναπόθεση]] οποιουδήποτε πράγματος, [[ιδίως]], [[τεφροδόχος]] [[υδρία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[φέρετρο]], [[λειψανοθήκη]], [[οστεοθήκη]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[παρωνύμιο]] γέρου άντρα ή γυναίκας, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |