Anonymous

κακοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (AM [[κακοδαίμων]], κακόδαιμον)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[δυστυχής]] || (μσν.-αρχ.) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κακοδαίμων]]<br />πονηρό [[πνεύμα]], [[κακός]] [[δαίμονας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέχεται από [[κακό]] δαίμονα, από πονηρό [[πνεύμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοδαιμόνως</i> (Α)<br />με κακοδαίμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]].
|mltxt=-ον (AM [[κακοδαίμων]], κακόδαιμον)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[δυστυχής]] || (μσν.-αρχ.) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κακοδαίμων]]<br />πονηρό [[πνεύμα]], [[κακός]] [[δαίμονας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέχεται από [[κακό]] δαίμονα, από πονηρό [[πνεύμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοδαιμόνως</i> (Α)<br />με κακοδαίμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοδαίμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει καταληφθεί από [[κακό]] δαίμονα, [[κακότυχος]], [[ατυχής]], [[δυστυχής]], σε Ευρ., Αριστοφ.· επίρρ. -[[μόνως]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κακός]] [[δαίμονας]], πονηρό [[πνεύμα]], σε Αριστοφ.
}}
}}