Anonymous

κακοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοδαίμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει καταληφθεί από [[κακό]] δαίμονα, [[κακότυχος]], [[ατυχής]], [[δυστυχής]], σε Ευρ., Αριστοφ.· επίρρ. -[[μόνως]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κακός]] [[δαίμονας]], πονηρό [[πνεύμα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κᾰκοδαίμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει καταληφθεί από [[κακό]] δαίμονα, [[κακότυχος]], [[ατυχής]], [[δυστυχής]], σε Ευρ., Αριστοφ.· επίρρ. -[[μόνως]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κακός]] [[δαίμονας]], πονηρό [[πνεύμα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοδαίμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> одержимый злой силой, безумный, сумасшедший (ὁ κ. [[Σωκράτης]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> несчастный, злополучный ([[Ἱππόλυτος]] Eur.; [[βίος]] Plut.): ὦ κακόδαιμον! Arph. ах ты, бедняга! или о, жалкий глупец!;<br /><b class="num">3)</b> приносящий несчастье: ὁ κ. [[δαίμων]] Arph. злой демон.
}}
}}