Anonymous

ἐπισεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισεύω]] (Α) [[σεύω]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] σε [[κίνηση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[διεγείρω]], [[παρορμώ]] («ἠέ τί μοι καὶ [[κῆτος]] ἐπισσεύῃ μέγα [[δαίμων]] ἐξ ἁλός», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]], [[κατευθύνω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπισεύομαι</i><br />[[τρέχω]] βιαστικά [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην ἀγαπήνορα Πουλυδάμαντα πάντες ἐπεσσεύοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) (με εχθρ. σημ.) [[εφορμώ]], [[σπεύδω]] [[εναντίον]] κάποιου, επιτίθεμαι («[[αὐτάρ]] ἔπειτ’ αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο δαίμονι [[ἴσος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για ξαφνική [[φωτιά]], [[νερό]] <b>κ.λπ.</b>) [[πέφτω]] με [[ορμή]], [[ξεσπώ]] [[ξαφνικά]] («το τε [πῡρ] ἐπεσσύμενον πόλιν... [[ἐξαίφνης]] φλεγέθει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) <b>φρ.</b> «[[θυμός]] μοι [[ἐπέσσυται]]» — [[επιθυμώ]], το ζητά η [[καρδιά]] μου» (<b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[ἐπισεύω]] (Α) [[σεύω]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] σε [[κίνηση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[διεγείρω]], [[παρορμώ]] («ἠέ τί μοι καὶ [[κῆτος]] ἐπισσεύῃ μέγα [[δαίμων]] ἐξ ἁλός», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]], [[κατευθύνω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπισεύομαι</i><br />[[τρέχω]] βιαστικά [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην ἀγαπήνορα Πουλυδάμαντα πάντες ἐπεσσεύοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) (με εχθρ. σημ.) [[εφορμώ]], [[σπεύδω]] [[εναντίον]] κάποιου, επιτίθεμαι («[[αὐτάρ]] ἔπειτ’ αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο δαίμονι [[ἴσος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για ξαφνική [[φωτιά]], [[νερό]] <b>κ.λπ.</b>) [[πέφτω]] με [[ορμή]], [[ξεσπώ]] [[ξαφνικά]] («το τε [πῡρ] ἐπεσσύμενον πόλιν... [[ἐξαίφνης]] φλεγέθει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) <b>φρ.</b> «[[θυμός]] μοι [[ἐπέσσυται]]» — [[επιθυμώ]], το ζητά η [[καρδιά]] μου» (<b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισεύω:''' Επικ. ἐπισσ-,<br /><b class="num">I.</b> [[θέτω]] σε [[κίνηση]] [[εναντίον]], επιτίθεμαι σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., βιάζομαι ή [[σπεύδω]] προς, σε Όμηρ.· με εχθρική [[σημασία]], [[ορμώ]] σε ή [[εφορμώ]] [[εναντίον]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἐπεσσύμενος</i>, με γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. <i>ἐπέσσῠται</i>, <i>-το</i>· [[κυρίως]] με εχθρική [[σημασία]], [[ορμώ]] [[βιαίως]], [[εφορμώ]], στο ίδ.· με δοτ., [[αὐτῷ]] μοι [[ἐπέσσυτο]], στο ίδ.· με αιτ., επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]], στο ίδ.· με γεν., <i>ἐπεσσύμενος πεδίοιο</i>, αυτός που κινείται με [[ορμή]] πάνω στην [[πεδιάδα]], στο ίδ.· επίσης, [[χωρίς]] εχθρική [[σημασία]], για να δηλώσει [[ταχεία]] [[κίνηση]], [[ἐπέσσυτο]] δέμνια, έπνεε πάνω από τα ρούχα, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[ἐπέσσυτο]] διώκειν, έσπευσε να ακολουθήσει [[κατόπιν]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., συγκινούμαι, βρίσκομαι σε [[έξαρση]], ενθέρμως [[ποθώ]] ή [[επιθυμώ]] ζωηρά, θυμὸς [[ἐπέσσυται]], στο ίδ.
}}
}}