ἐπισεύω

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισεύω Medium diacritics: ἐπισεύω Low diacritics: επισεύω Capitals: ΕΠΙΣΕΥΩ
Transliteration A: episeúō Transliteration B: episeuō Transliteration C: episeyo Beta Code: e)piseu/w

English (LSJ)

Ep. ἐπισσεύω (as always in Hom.),
A put in motion against, set on, μὴ.. μοι κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων Od.5.421; δμῶας ἐπισσεύας 14.399: metaph., τόσα γάρ μοι ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων 18.256; ὀνείρατ' ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων 20.87; κῆρας AP7.439 (Theodorid.).
II. mostly Pass., hurry or hasten to or hasten towards, ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί Il.2.86; ἔς τινα 13.757; ἐπεσσεύοντο νομόνδε to pasture, 18.575; νῆάδ' (so Aristarch.) ἐπεσσεύοντο Od.13.19; in hostile sense, rush upon or rush at, c. dat., νηυσὶν ἐπισσεύεσθαι Il.15 347.
2. freq. in pf. part. Pass. ἐπεσσύμενος, with 3sg. plpf. ἐπέσσῠτο (used as an aor.): 3pl. aor. 1 ἐπέσσῠθεν Opp.C.4.136:—mostly in hostile sense, charge, ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος Il.5.438, al.; ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλε τείχεος ὑψηλοῖο struck him with an arrow from the wall as he rushed on, 12.388: c. dat., αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο 5.459, cf. 21.227: c. acc., τεῖχος ἐπεσσύμενοι 12.143: c. gen., ἐπεσσύμενος πεδίοιο rushing, hurrying over the plain, 14.147, 22.26 (cf. διαπράσσω); also of fire, etc., ἠΰτε πῦρ, τό τ' ἐπεσσύμενον πόλιν ἀνδρῶν.. φλεγέθει 17.737; κῦμα δεινὸν ἐπεσσύμενον Od.5.314, cf. 431: also, without any hostile sense, to express rapid motion, c. dat., ὥς οἱ.. ὄνειρον ἐπέσσυτο 4.841: c. acc., ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια swept over them, 6.20: c. inf., ἐπέσσυτο διώκειν he hasted on to follow, Il.21.601, cf. A.R.1.758: abs., χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης Od.5.428; ἐπεσσύμενος λάβε γούνων 22.310.
3. metaph., to be in excitement or be in agitation, εἴ τοι θυμὸς ἐπέσσυται Il.1.173; θυμὸς ἐ. ὄφρ' ἐπαμύνω 6.361: c. inf., μοι ἐπέσσυτο θυμὸς.. τέρπεσθαι 9.398.—Ep. word, used occasionally by Trag., only in lyr. (exc. S.Ichn.21,43), πέδον ἐπισύμενος A.Eu.786; ἐπέσυτο τάνδε γᾶν.. ἄτα E.Ph.1065; τείχεα.. ἐπέσυτο φλόξ Id.Hel.1162; so τίς ὄρεα.. τάδ' ἐπέσυτο; Ar.Fr.698 (parody of dithyramb).

German (Pape)

[Seite 976] (s. σεύω), ep. ἐπισσεύω, gegen Einen in Bewegung setzen, antreiben; ἠέ τί μοι κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός Od. 5, 421; κακά μοι ἐπέσσευε δαίμων, schickte mir Unglück zu, brachte Unheil über mich, 18, 256. 19, 129; ὀνείρατα 20, 87; δμῶας ἐπισσεύας 14, 399; Κῆρας ἐπισσεύσασα βίου κύνας Theodorid. 11 (VII, 439). – Häufiger im pass., herbei-, daraufzueilen, dagegen eindringen, um anzugreifen, νηυσὶν ἐπεσσεύοντο Il. 13, 757; νῆ' ἄρ' ἐπεσσεύοντο Od. 13, 19, bei Wolf, Bekk. nach Aristarch νῆάδ' ἐπ.; ἀγορήνδε, νομόνδε, übh. eilen, Il. 2, 207. 18, 575; perf. mit Präsensbedeutung, plusqpf. ἐπεσσύμην, oder aor. syncop.; part. ἐπεσσύμενος; αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο Il. 5, 459; c. accus., τεῖχος ἐπεσσυμένους 12, 143. 15, 395; ἐπέσσυτο δέμνια κούρης, eilte auf das Lager zu, Od. 6, 20; εἴς τινα, Il. 13, 757; c. gen., ἐπεσσύμενον πεδίοιο, durch die Ebene hineilen, 14, 147. 22, 26; aber τείχεος = gegen die Mauer, 12, 388, wenn man den gen. nicht besser von βάλε abhängen läßt; – c. inf., ὁ δ' ἐπέσσυτο ποσσὶ διώκειν 21, 601, er eilte zu verfolgen; ἐπεσσύμενος λάβε γούνων, eilend umfaßte er die Kniee, Od. 22, 310; vom andringenden Feuer u. Wasser, Il. 17, 737 Od. 5, 314. Oft absolut, bes. in der Il. in der Vbdg θυμὸς ἐπέσσυται, ἐπέσσυτο, das Herz fühlt sich angetrieben, hat große Luft, 1, 173; – πέδον ἐπισύμενος, auf das Land losstürzend, Aesch. Eum. 755. 782; τείχεα δ' ἐπέσυτο φλόξ Eur. Hel. 1162; Phoen. 1065; einzeln bei sp. D.; auch im aor., πάντες ὁμῶς ἱππῆες ἐπέσσυθεν Opp. Cyn. 4, 136.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐπισσεύω, impf. ἐπέσσευον;
pousser contre, exciter contre : ὀνείρατα OD envoyer de songes ; τινι κακά OD envoyer des maux à qqn;
Pass. ἐπισεύομαι, épq. ἐπισσεύομαι (impf. ἐπεσσευόμην, ao. ἐπεσσύθην ; pf. ἐπέσσυμαι au sens d'un prés. > part. ἐπεσσύμενος ; pqp. 3ᵉ sg. au sens d'un ao. ἐπέσυτο, épq. ἐπέσσυτο);
1 s'élancer sur, τινι : ἔς τινα vers qqn ; ἀγορήνδε IL, νῆάδε OD vers la place publique, vers le navire ; πεδίοιο IL à travers la plaine ; πέδον ESCHL sur le sol ; avec idée d'hostilité τινι sur qqn ; τεῖχος IL sur un rempart ; avec un inf. : ἐπ. διώκειν IL s'élancer à la poursuite de;
2 fig. être agité ou excité : εἴ τοι θυμὸς ἐπέσσυται IL si ton cœur est excité ; ἐπ. ὄφρα IL être impatient de ; avec l'inf. être excité à.
Étymologie: ἐπί, σεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισεύω: эп. ἐπισσεύω (преимущ. pass.: aor. ἐπεσσύθην, pf. в знач. praes. ἐπέσσυμαι, part. pf. ἐπεσσύμενος, part. aor. ἐπισύμενος, 3 л. sing. ppf. в знач. aor. ἐπέσ(σ)ῠτο)
1 напускать, насылать (κῆτος μέγα τινί Hom.; κύνας Anth.);
2 ниспосылать, навевать (ὀνείρατα κακά τινι Hom.);
3 pass. устремляться, бросаться, спешить (εἴς τινα, ἀγορήνδε Hom.): ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί Hom. между тем собралась вся рать; ἐπεσσύμενος πεδίοιο Hom. пустившись бежать полем; ἐπέσσυτο ποσσὶ διώκειν Hom. он бросился в погоню; χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης Hom. припав к утесу, (Одиссей) обхватил его руками; εἴ τοι θυμὸς ἐπέσσυται Hom. если (к этому) устремлен твой дух, т. е. если таково твое желание;
4 pass. бросаться, совершать набег или нападение, нападать (τινι, νηυσίν, τεῖχος Hom.; πέδον Aesch.; τάνδε γαῖαν Eur.): κῦμα ἐπεσσύμενον Hom. хлынувшая волна; τείχεα ἐπέσυτο φλόξ Eur. стены охватил (т. е. уничтожил) огонь.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισεύω: Ἐπικ. ἐπισσ- (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.). Πέμπω κατά τινος, παρορμῶ τι κατά τινος, δείδω... μή... μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλὸς Ὀδ. Ε. 421· δμῶας ἐπισσεύας, κελεύσας, ἐφορμήσας, Ξ. 399· μεταφ., τόσα γάρ μοι ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων, «ἐπήγαγεν, ἐπέχευεν» (Σχόλ.), Σ. 256, Τ. 129· ὀνείρατ’ ἐπέσσευεν, ἐπέπεμπεν, Υ. 87· κῆρας Ἀνθ. Π. 7, 439. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Παθ., σπεύδω, πορεύομαι ἐν σπουδῇ εἰς ἢ πρός, ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί, ἠκολούθουν ἐν σπουδῇ, Ἰλ. Β. 86· ἐς Πανθοίδην... πάντες ἐπεσσεύοντ’ Ν. 757· ἐπεσσεύοντο νομόνδε, εἰς βοσκήν, Σ. 575· νῆάδ’ (οὕτως ὁ Ἀρίσταρχ.) ἐπεσσεύοντο Ὀδ. Ν. 19· ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, σπεύδω, ἐφορμῶ κατά τινος, νηυσὶν ἐπισσεύεσθαι Ἰλ. Ο. 347. 2) λίαν συχν. κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ. ἐπεσσύμενος, μετὰ γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. ἐπέσσῠτο (ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ.), γ΄ πληθ. ἀορ. α΄ ἐπέσσῠθεν Ὀππ. Κ. 4. 136: - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐφορμῶ, ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος Ἰλ. Ε. 438, Π. 705, κτλ.· ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλ?? τείχεος ὑψηλοῖο, ἔτρωσεν αὐτὸν διὰ βέλους ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τείχους καθ’ ἣν ὥραν ἐφώρμα, Μ. 388· μετὰ δοτ., αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο Ε. 459, πρβλ. Φ. 227· μετ’ αἰτ., τεῖχος ἐπεσσύμενοι Μ. 143, Ν. 395· μετὰ γεν., ἐπεσσύμενος πεδίοιο, ὁρμητικῶς φερόμενος ἐπὶ τῆς πεδιάδος, Ξ. 147, Χ. 26 (πρβλ. διαπράσσωὡσαύτως ἐπὶ πυρός, κτλ., ἠΰτε πῦρ, τό τ’ ἐπεσσύμενον... φλεγέθει Ρ. 737· κῦμα δεινὸν ἐπεσσύμενον Ὀδ. Ε. 314, πρβλ. 431: - ὡσαύτως, ἄνευ ἐχθρικῆς τινος ἐννοίας, πρὸς δήλωσιν ταχείας κινήσεως, μετὰ δοτ., ὥς οἱ... ὄνειρον ἐπέσσυτο Δ. 841· μετ’ αἰτ., ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια, ἔπνεεν ἄνωθεν αὐτῶν, Ζ. 20· μετ’ ἀπαρ., ἐπέσσυτο διώκειν, ἔσπευδε διώκων, ἀκολουθῶν κατόπιν, Ἰλ. Φ. 601, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 758· ἀπολ, χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης Ὀδ. Ε. 428· ἐπεσσύμενος λάβε γούνων Χ. 310. 3) μεταφ., διατελῶ ἐν συγκινήσει ἢ ἐξεγέρσει, εἴ τοι θυμὸς ἐπέσσυται Ἰλ. Α. 173· θυμὸς ἐπ. ὄφρ’ ἐπαμύνω Ζ. 361· μετ’ ἀπαρ., ἐπέσσυτο θυμὸς... τέρπεσθαι 1. 398. - Ἡ Ἐπικὴ αὕτη λέξις ἀπαντᾷ σπανιώτατα παρὰ Τραγ., καὶ μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, πέδον ἐπισύμενος Αἰσχύλ. Εὐμ. 786· ἐπέσυτο τάνδε γαῖαν... ἄτα Εὐρ. Φοίν. 1065· τείχεα... ἐπέσυτο φλὸξ ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1162· οὕτω, τίς... ὄρεα τάδ’ ἐπέσυτο; Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 757.

English (Autenrieth)

aor. 1 ἐπέσσευε, part. ἐπισσεύᾶς, mid. ipf. ἐπεσσεύοντο, perf. w. pres. signif. ἐπέσσυμαι, part. ἐπεσσύμενος, plup. ἐπέσσυτο, ἐπεσσύμεθα: I. act., set upon, incite or send against; κῆτός τινι, ε, Od. 14.399; met., κακά, ὀνείρατα, Od. 18.256, τ 12, Od. 20.87.— II. mid., rush on or at, hasten on, speed to, w. dat. of person, especially in hostile sense; w. gen. of thing aimed at, τείχεος, Μ 3, Il. 16.511, cf. Od. 22.310; acc., δέμνια, Od. 6.20; also foll. by inf.; met., θῦμὸς ἐπέσσυται, ‘is so moved,’ Il. 1.173.

Greek Monolingual

ἐπισεύω (Α) σεύω
1. θέτω κάτι σε κίνηση εναντίον κάποιου, διεγείρω, παρορμώ («ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός», Ομ. Οδ.)
2. στέλνω, κατευθύνω
3. μέσ. ἐπισεύομαι
τρέχω βιαστικά προς το μέρος κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην ἀγαπήνορα Πουλυδάμαντα πάντες ἐπεσσεύοντο», Ομ. Ιλ.)
4. μέσ. α) (με εχθρ. σημ.) εφορμώ, σπεύδω εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι («αὐτάρ ἔπειτ’ αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο δαίμονι ἴσος», Ομ. Ιλ.)
β) (για ξαφνική φωτιά, νερό κ.λπ.) πέφτω με ορμή, ξεσπώ ξαφνικά («το τε [πῡρ] ἐπεσσύμενον πόλιν... ἐξαίφνης φλεγέθει», Ομ. Οδ.)
γ) φρ. «θυμός μοι ἐπέσσυται» — επιθυμώ, το ζητά η καρδιά μου» (Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐπισεύω: Επικ. ἐπισσ-,
I. θέτω σε κίνηση εναντίον, επιτίθεμαι σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. Παθ., βιάζομαι ή σπεύδω προς, σε Όμηρ.· με εχθρική σημασία, ορμώ σε ή εφορμώ εναντίον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. μτχ. Παθ. παρακ. ἐπεσσύμενος, με γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. ἐπέσσῠται, -το· κυρίως με εχθρική σημασία, ορμώ βιαίως, εφορμώ, στο ίδ.· με δοτ., αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο, στο ίδ.· με αιτ., επιτίθεμαι, προσβάλλω, στο ίδ.· με γεν., ἐπεσσύμενος πεδίοιο, αυτός που κινείται με ορμή πάνω στην πεδιάδα, στο ίδ.· επίσης, χωρίς εχθρική σημασία, για να δηλώσει ταχεία κίνηση, ἐπέσσυτο δέμνια, έπνεε πάνω από τα ρούχα, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., ἐπέσσυτο διώκειν, έσπευσε να ακολουθήσει κατόπιν, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., συγκινούμαι, βρίσκομαι σε έξαρση, ενθέρμως ποθώ ή επιθυμώ ζωηρά, θυμὸς ἐπέσσυται, στο ίδ.

Middle Liddell

epic ἐπισσ-
I. to put in motion against, set upon one, c. dat., Od.
II. Pass. to hurry or hasten to or towards, Hom.; in hostile sense, to rush upon or at, c. dat., Il.
2. part. perf. pass. ἐπεσσύμενος, with 3rd sg. perf. and plup. ἐπέσσῠται, -το mostly in hostile sense, to rush on, Il.; c. dat., αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο Il.; c. acc. to assault, Il.; c. gen., ἐπεσσύμενος πεδίοιο rushing, hurrying over the plain, Il.:—also, without hostile sense, to express rapid motion, ἐπέσσυτο δέμνια swept over the clothes, Od.; c. inf., ἐπέσσυτο διώκειν he hasted on to follow, Il.:—metaph. to be excited, eager, θυμὸς ἐπέσσυται Il.