Anonymous

κατερυκάνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατερυκάνω]] (Α)<br />(παρεκτεταμ. τ. του [[κατερύκω]]) [[κρατώ]] [[πίσω]], [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]].
|mltxt=[[κατερυκάνω]] (Α)<br />(παρεκτεταμ. τ. του [[κατερύκω]]) [[κρατώ]] [[πίσω]], [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατερῡκάνω:''' [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}