3,274,246
edits
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀφλισκάνω]] και [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], ὀφλίσκω και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>, ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. [[είναι]] ο τ. όφλῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε [[πληρωμή]] προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, [[χρωστώ]], [[οφείλω]] («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> καταδικάζομαι, [[χάνω]] («[[μέλλων]] ὀφλήσειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με γεν. του εγκλήματος ή της ποινής ή με αιτ. που δηλώνει [[κατηγορία]], [[μομφή]], εχθρική [[διάθεση]] <b>κ.λπ.</b>) μού αξίζει να πάθω [[κάτι]] (α. «ὠφληκότι φόνου», <b>Πλάτ.</b><br />β. «θανάτου [[δίκην]] ὄφλων», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «αἰσχύνην ὄφλῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὀφλισκάνω]] [[δίκην]]» — καταδικάζομαι [[κατά]] τη [[δίκη]], [[χάνω]] τη [[δίκη]]<br />β) «δίαιταν [[ὀφλισκάνω]]» — [[χάνω]] τη [[διαιτησία]]<br />γ) «δειλίαν [[ὀφλισκάνω]]» — [[επισύρω]] [[κατηγορία]] δειλίας [[εναντίον]] μου, [[αποκτώ]] [[φήμη]] δειλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οφείλω]]]. | |mltxt=[[ὀφλισκάνω]] και [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]], ὀφλίσκω και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>, ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. [[είναι]] ο τ. όφλῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε [[πληρωμή]] προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, [[χρωστώ]], [[οφείλω]] («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> καταδικάζομαι, [[χάνω]] («[[μέλλων]] ὀφλήσειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με γεν. του εγκλήματος ή της ποινής ή με αιτ. που δηλώνει [[κατηγορία]], [[μομφή]], εχθρική [[διάθεση]] <b>κ.λπ.</b>) μού αξίζει να πάθω [[κάτι]] (α. «ὠφληκότι φόνου», <b>Πλάτ.</b><br />β. «θανάτου [[δίκην]] ὄφλων», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «αἰσχύνην ὄφλῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὀφλισκάνω]] [[δίκην]]» — καταδικάζομαι [[κατά]] τη [[δίκη]], [[χάνω]] τη [[δίκη]]<br />β) «δίαιταν [[ὀφλισκάνω]]» — [[χάνω]] τη [[διαιτησία]]<br />γ) «δειλίαν [[ὀφλισκάνω]]» — [[επισύρω]] [[κατηγορία]] δειλίας [[εναντίον]] μου, [[αποκτώ]] [[φήμη]] δειλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οφείλω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀφλισκάνω:''' ([[ὀφείλω]]), μέλ. [[ὀφλήσω]], παρακ. [[ὤφληκα]], αόρ. βʹ [[ὦφλον]], απαρ. [[ὀφλεῖν]], μτχ. <i>ὀφλών</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρωστώ]], υποχρεούμαι να πληρώσω ένα [[πρόστιμο]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίκην]] [[ὀφλεῖν]], καταδικάζομαι σε κάποια [[δίκη]], χάνω μια [[δίκη]], σε Αριστοφ.· ομοίως, [[ὀφλεῖν]] δίαιταν, χάνω [[μία]] κατά [[διαιτησία]] [[δίκη]], σε Δημ.· [[τὰς]] εὐθύνας [[ὀφλεῖν]], δεν έχει παρέλθει η [[οφειλή]] κάποιου, σε Αισχίν.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., καταδικάζομαι, η [[πλευρά]] που χάνει, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> με γεν. του εγκλήματος, ὀφλὼν κλοπῆς [[δίκην]], καταδικάζομαι σε [[δίκη]] για [[κλοπή]], σε Αισχύλ.· [[έπειτα]], [[χωρίς]] το [[δίκην]], <i>ὠφληκὼς φόνου</i>, βρέθηκα [[ένοχος]] φόνου, σε Πλάτ.· επίσης, με γεν. της ποινής, θανάτου [[δίκην]] [[ὀφλισκάνω]], στον ίδ.·<br /><b class="num">II.</b> γενικά, λέγεται για οτιδήποτε αξίζει [[κάποιος]] ως [[τιμωρία]] ή φέρει ως όνειδος, <i>αἰσχύνην</i>, βλάβην [[ὀφλισκάνω]], [[επισύρω]] την [[ατίμωση]] ή τον όλεθρο κάποιου, υποβάλλομαι στις ποινές αυτές, σε Ευρ.· [[ὀφλισκάνω]] γέλωτα, είμαι [[περίγελως]], στον ίδ.· <i>δειλίη ὤφλεε πρὸς βασιλῆος</i>, [[επισύρω]] πάνω μου την [[κατηγορία]] της δειλίας από τον βασιλιά, σε Ηρόδ.· ομοίως, μωρίαν [[ὀφλισκάνω]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |