Anonymous

δόρπον: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δόρπον]], το και [[δόρπος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> [[γεύμα]], [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαίο τ. άγνωστης ετυμολ. Αναπόδεικτη παραμένει η [[υπόθεση]] ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>dork</i><sup>w</sup>--<i>ο</i> και συνδέεται με αλβ. τ. <i>darke</i>. Εύχρηστος στη Νέα Ελληνική [[είναι]] ο τ. [[επιδόρπιο]] του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. [[δόρπον]] (<b>βλ.</b> και λ. [[δείπνο]])].
|mltxt=[[δόρπον]], το και [[δόρπος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> [[γεύμα]], [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαίο τ. άγνωστης ετυμολ. Αναπόδεικτη παραμένει η [[υπόθεση]] ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>dork</i><sup>w</sup>--<i>ο</i> και συνδέεται με αλβ. τ. <i>darke</i>. Εύχρηστος στη Νέα Ελληνική [[είναι]] ο τ. [[επιδόρπιο]] του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. [[δόρπον]] (<b>βλ.</b> και λ. [[δείπνο]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δόρπον:''' τό, στον Όμηρ., βραδινό [[φαγητό]], που ονομαζόταν [[δείπνο]], Λατ. [[coena]]· [[έπειτα]], γενικά, [[γεύμα]], σε Ομηρ. Ύμν. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}