3,271,499
edits
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[μεταβολή]], Α δωρ. τ. μεταβολά) [[μεταβάλλω]]<br /><b>1.</b> η [[μετάβαση]] από τη μια [[κατάσταση]] στην [[άλλη]], [[μετατροπή]], [[αλλαγή]] (α. «[[μεταβολή]] της θερμοκρασίας» β. «αἱ μεταβολαὶ [[κάτω]] τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμναστική]] ή στρατιωτική [[κίνηση]] [[κατά]] την οποία ο γυμναζόμενος ή ο [[στρατιώτης]] αλλάζει [[μέτωπο]] με ημιπεριφερειακή [[στροφή]] [[γύρω]] από τον εαυτό του<br /><b>2.</b> το σχετικό [[παράγγελμα]] για την [[εκτέλεση]] αυτής της κίνησης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μεταβολή]] [[διαρκής]]»<br /><b>βιολ.</b> κληρονομική [[αλλαγή]] που προκαλείται από το [[περιβάλλον]] σε ορισμένους μικροοργανισμούς και που μπορεί να διατηρηθεί επί αρκετές γενεές [[αλλά]] υπό ορισμένες συνθήκες εξαφανίζεται<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταμφίεση]], [[ηθοποιία]]<br /><b>2.</b> [[απόλαυση]], [[διασκέδαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετάφραση]], [[εξήγηση]]<br /><b>2.</b> [[μετάνοια]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[μετατροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροποποίηση]] («ἱματίων μεταβολαί» <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανταλλαγή]] εμπορευμάτων, [[εμπόριο]], [[συναλλαγή]]<br /><b>3.</b> [[υποκατάσταση]] αγαθού ή κακού με [[άλλο]]<br /><b>4.</b> (κατ' ευφημισμόν) ο [[θάνατος]]<br /><b>5.</b> [[μετοίκηση]] («τὰ μὲν ζώα καὶ ἐκ τῶν [[ἐγγὺς]] τόπων ποιούμενα τὰς μεταβολάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (ως στρατ. όρος) [[μεταστροφή]] του μετώπου στο αντίθετο<br /><b>7.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[ποικιλία]] του λόγου για [[αποφυγή]] της μονοτονίας<br /><b>8.</b> <b>αστρον.</b> α) [[έκλειψη]]<br />β) [[μετατροπή]] [[κατά]] την [[κίνηση]] τών ουράνιων σωμάτων<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «μεταβολὰς ἔχω» — [[επιδέχομαι]] μετατροπές<br />β) «[[μεταβολή]] πολιτείας» — [[αλλαγή]] του πολιτεύματος, [[ανατροπή]] του καθεστώτος, [[επανάσταση]]·γ) «ἐκ μεταβολῆς» — αντιστρόφως<br /><b>10.</b> [[αποστασία]] («ἡ πρὸς Ρωμαίους [[μεταβολή]]», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=η (ΑM [[μεταβολή]], Α δωρ. τ. μεταβολά) [[μεταβάλλω]]<br /><b>1.</b> η [[μετάβαση]] από τη μια [[κατάσταση]] στην [[άλλη]], [[μετατροπή]], [[αλλαγή]] (α. «[[μεταβολή]] της θερμοκρασίας» β. «αἱ μεταβολαὶ [[κάτω]] τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμναστική]] ή στρατιωτική [[κίνηση]] [[κατά]] την οποία ο γυμναζόμενος ή ο [[στρατιώτης]] αλλάζει [[μέτωπο]] με ημιπεριφερειακή [[στροφή]] [[γύρω]] από τον εαυτό του<br /><b>2.</b> το σχετικό [[παράγγελμα]] για την [[εκτέλεση]] αυτής της κίνησης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μεταβολή]] [[διαρκής]]»<br /><b>βιολ.</b> κληρονομική [[αλλαγή]] που προκαλείται από το [[περιβάλλον]] σε ορισμένους μικροοργανισμούς και που μπορεί να διατηρηθεί επί αρκετές γενεές [[αλλά]] υπό ορισμένες συνθήκες εξαφανίζεται<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταμφίεση]], [[ηθοποιία]]<br /><b>2.</b> [[απόλαυση]], [[διασκέδαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετάφραση]], [[εξήγηση]]<br /><b>2.</b> [[μετάνοια]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[μετατροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροποποίηση]] («ἱματίων μεταβολαί» <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανταλλαγή]] εμπορευμάτων, [[εμπόριο]], [[συναλλαγή]]<br /><b>3.</b> [[υποκατάσταση]] αγαθού ή κακού με [[άλλο]]<br /><b>4.</b> (κατ' ευφημισμόν) ο [[θάνατος]]<br /><b>5.</b> [[μετοίκηση]] («τὰ μὲν ζώα καὶ ἐκ τῶν [[ἐγγὺς]] τόπων ποιούμενα τὰς μεταβολάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (ως στρατ. όρος) [[μεταστροφή]] του μετώπου στο αντίθετο<br /><b>7.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[ποικιλία]] του λόγου για [[αποφυγή]] της μονοτονίας<br /><b>8.</b> <b>αστρον.</b> α) [[έκλειψη]]<br />β) [[μετατροπή]] [[κατά]] την [[κίνηση]] τών ουράνιων σωμάτων<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «μεταβολὰς ἔχω» — [[επιδέχομαι]] μετατροπές<br />β) «[[μεταβολή]] πολιτείας» — [[αλλαγή]] του πολιτεύματος, [[ανατροπή]] του καθεστώτος, [[επανάσταση]]·γ) «ἐκ μεταβολῆς» — αντιστρόφως<br /><b>10.</b> [[αποστασία]] («ἡ πρὸς Ρωμαίους [[μεταβολή]]», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταβολή:''' ἡ ([[μεταβάλλω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αλλαγή]], [[διαδικασία]] αλλαγής, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συναλλαγή]], [[εμπόριο]], [[δοσοληψία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (από το Μέσ.), [[μετάβαση]], [[αλλαγή]], και στον πληθ., αλλαγές, μετατροπές, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., [[αλλάζω]] από [[μία]] [[κατάσταση]], <i>μεταβολὴ κακῶν</i>, σε Ευρ.· [[σπανίως]], [[μεταβολή]] σε..., <i>μεταβολὴ ἀπραγμοσύνης</i>, σε Θουκ.· αυτό όμως εκφράζεται γενικά με μια πρόθ., [[ἅμα]] τῇ μεταβολῇ ἐς Ἕλληνας, η [[μεταστροφή]] τους προς τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· ἡ [[ἐναντία]] [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>μεταβολὴ τῆς ἡμέρας</i>, [[έκλειψη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>μεταβολὴ πολιτείας</i>, [[αλλαγή]] διακυβέρνησης, [[επανάσταση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, [[στασιάζω]], σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για ομιλητή, σε Αισχίν. | |||
}} | }} |