Anonymous

μεταβολή: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταβολή:''' ἡ ([[μεταβάλλω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αλλαγή]], [[διαδικασία]] αλλαγής, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συναλλαγή]], [[εμπόριο]], [[δοσοληψία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (από το Μέσ.), [[μετάβαση]], [[αλλαγή]], και στον πληθ., αλλαγές, μετατροπές, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., [[αλλάζω]] από [[μία]] [[κατάσταση]], <i>μεταβολὴ κακῶν</i>, σε Ευρ.· [[σπανίως]], [[μεταβολή]] σε..., <i>μεταβολὴ ἀπραγμοσύνης</i>, σε Θουκ.· αυτό όμως εκφράζεται γενικά με μια πρόθ., [[ἅμα]] τῇ μεταβολῇ ἐς Ἕλληνας, η [[μεταστροφή]] τους προς τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· ἡ [[ἐναντία]] [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>μεταβολὴ τῆς ἡμέρας</i>, [[έκλειψη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>μεταβολὴ πολιτείας</i>, [[αλλαγή]] διακυβέρνησης, [[επανάσταση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, [[στασιάζω]], σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για ομιλητή, σε Αισχίν.
|lsmtext='''μεταβολή:''' ἡ ([[μεταβάλλω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αλλαγή]], [[διαδικασία]] αλλαγής, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συναλλαγή]], [[εμπόριο]], [[δοσοληψία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (από το Μέσ.), [[μετάβαση]], [[αλλαγή]], και στον πληθ., αλλαγές, μετατροπές, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., [[αλλάζω]] από [[μία]] [[κατάσταση]], <i>μεταβολὴ κακῶν</i>, σε Ευρ.· [[σπανίως]], [[μεταβολή]] σε..., <i>μεταβολὴ ἀπραγμοσύνης</i>, σε Θουκ.· αυτό όμως εκφράζεται γενικά με μια πρόθ., [[ἅμα]] τῇ μεταβολῇ ἐς Ἕλληνας, η [[μεταστροφή]] τους προς τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· ἡ [[ἐναντία]] [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>μεταβολὴ τῆς ἡμέρας</i>, [[έκλειψη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>μεταβολὴ πολιτείας</i>, [[αλλαγή]] διακυβέρνησης, [[επανάσταση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, [[στασιάζω]], σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για ομιλητή, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταβολή:''' ἡ<b class="num">1)</b> поворачивание, поворот (ἱστίων Pind.; ἡ πρὸς τὸ [[βέλτιον]] μ. Luc.): ἐκ μεταβολῆς Polyb. наоборот, напротив;<br /><b class="num">2)</b> смена, перемена (ἱματίων Xen.; τῶν [[ὡρέων]] Her.);<br /><b class="num">3)</b> изменение, превращение (ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον, ἐκ φιλοτίμου εἰς [[φιλοχρήματον]] Plat.): ἀπραγμοσύνης μ. Thuc. обращение к бездеятельности, утрата активности;<br /><b class="num">4)</b> переход (ἐς Ἓλληνας Her.; πρὸς Ῥωμαίους Polyb.): ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸ μὴ εἶναι μ. Plat. переход из бытия в небытие; ἡ [[ἐναντία]] μ. Thuc. переход в нечто противоположное, т. е. коренные изменения;<br /><b class="num">5)</b> прекращение, конец: μ. κακῶν Eur. конец злодействам; μ. τῆς ἡμέρης Her. и μ. ἡλίου Plat. затмение солнца; τῶν πολιτειῶν αἱ μεταβολαὶ καὶ ἐπιδοχαί Thuc. государственные перевороты;<br /><b class="num">6)</b> перемещение, переселение, странствование (ἐκ τῶν ἐσχάτων τόπων Arst.);<br /><b class="num">7)</b> pl. изменчивость, непостоянство (τινος Xen.);<br /><b class="num">8)</b> меновая торговля, товарообмен (ἐπὶ μεταβολῇ [[πλεῖν]] Thuc.).
}}
}}